πρωτοτόκος: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[πρωτοτόκος]], -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατοτόκος, -ον, Α<br />(για γυναίκες [[αλλά]] και θηλυκά ζώα) αυτός που γεννά για πρώτη [[φορά]], ο [[πρωτόγεννος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωτοτόκως</i> Μ<br />με τον πρώτο τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]). Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
|mltxt=-ο / [[πρωτοτόκος]], -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατοτόκος, -ον, Α<br />(για γυναίκες [[αλλά]] και θηλυκά ζώα) αυτός που γεννά για πρώτη [[φορά]], ο [[πρωτόγεννος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωτοτόκως</i> Μ<br />με τον πρώτο τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]). Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρωτοτόκος:''' Δωρ. πρᾱτο-, -ον ([[τίκτω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[γυναίκα]] που γεννά πρώτη [[φορά]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[πρωτότοκος]], <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που γεννήθηκε [[πρώτος]], σε Ανθ., Κ.Δ.
}}
}}