3,273,762
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρωτοτόκος:''' Δωρ. πρᾱτο-, -ον ([[τίκτω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[γυναίκα]] που γεννά πρώτη [[φορά]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[πρωτότοκος]], <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που γεννήθηκε [[πρώτος]], σε Ανθ., Κ.Δ. | |lsmtext='''πρωτοτόκος:''' Δωρ. πρᾱτο-, -ον ([[τίκτω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[γυναίκα]] που γεννά πρώτη [[φορά]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[πρωτότοκος]], <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που γεννήθηκε [[πρώτος]], σε Ανθ., Κ.Δ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρωτοτόκος:''' дор. [[πρατοτόκος|πρᾱτοτόκος]] adj. f первородящая или впервые родившая ([[μήτηρ]] Hom., Plat.; ὗς Arst.; [[αἴξ]] Theocr.). | |||
}} | }} |