ραχιαίος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
(36)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο(ν) / ῥαχιαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ράχη]] ή εντοπίζεται σε αυτήν (α. «[[ραχιαίος]] μυς» β. «τοὺς μύας τοὺς ῥαχιαίους», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάχις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i>].
|mltxt=-α, -ο(ν) / ῥαχιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ράχη]] ή εντοπίζεται σε αυτήν (α. «[[ραχιαίος]] μυς» β. «τοὺς μύας τοὺς ῥαχιαίους», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάχις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:46, 28 March 2021

Greek Monolingual

-α, -ο(ν) / ῥαχιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ράχη ή εντοπίζεται σε αυτήν (α. «ραχιαίος μυς» β. «τοὺς μύας τοὺς ῥαχιαίους», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. -ιαῖος].