ραχιαίος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
-α, -ο(ν) / ῥαχιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ράχη ή εντοπίζεται σε αυτήν (α. «ραχιαίος μυς» β. «τοὺς μύας τοὺς ῥαχιαίους», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. -ιαῖος].