σκάλεθρο: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / σκάλεθρον, ΝΑ, και [[σκάλευθρον]] Α<br />[[εργαλείο]] με το οποίο ανασκαλεύονται τα αναμμένα κάρβουνα για να δυναμώσει η [[φωτιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που αναμιγνύεται σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκαλεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>έλκη</i>-<i>θρον</i>)].
|mltxt=το / σκάλεθρον, ΝΑ, και [[σκάλευθρον]] Α<br />[[εργαλείο]] με το οποίο ανασκαλεύονται τα αναμμένα κάρβουνα για να δυναμώσει η [[φωτιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που αναμιγνύεται σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκαλεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θρον</i> ([[πρβλ]]. [[έλκηθρον]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:20, 11 May 2023

Greek Monolingual

το / σκάλεθρον, ΝΑ, και σκάλευθρον Α
εργαλείο με το οποίο ανασκαλεύονται τα αναμμένα κάρβουνα για να δυναμώσει η φωτιά
νεοελλ.
μτφ. αυτός που αναμιγνύεται σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλεύω + επίθημα -θρον (πρβλ. έλκηθρον)].