σπογγία: Difference between revisions

nl
(38)
(nl)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και σπόγγια Ν, και αττ. τ. [[σπογγιά]] και ιων. τ. [[σπογγιή]] Α<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] δημοσπόγγων που περιλαμβάνει τους περισσότερο γνωστούς «μαλακούς» εμπορεύσιμους σπόγγους με πιο κοινό [[είδος]] το Spongia officinalis, αλλ. ευσπογγία<br /> <b>μσν.-αρχ.</b><br /> [[σπόγγος]], [[σφουγγάρι]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>μτφ.</b> [[μεθύστακας]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>spongia</i>, <i>spongiosus</i>)].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και σπόγγια Ν, και αττ. τ. [[σπογγιά]] και ιων. τ. [[σπογγιή]] Α<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] δημοσπόγγων που περιλαμβάνει τους περισσότερο γνωστούς «μαλακούς» εμπορεύσιμους σπόγγους με πιο κοινό [[είδος]] το Spongia officinalis, αλλ. ευσπογγία<br /> <b>μσν.-αρχ.</b><br /> [[σπόγγος]], [[σφουγγάρι]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>μτφ.</b> [[μεθύστακας]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>spongia</i>, <i>spongiosus</i>)].
}}
{{elnl
|elnltext=σπογγία -ας, ἡ, Ion. σπογγίη [σπόγγος] spons.
}}
}}