σπογγία
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
Greek (Liddell-Scott)
σπογγία: Ἰων. σπογγίη, ἡ, = σπόγγος, «σφογγάρι», Λατ. spongia, Ἀριστοφ. Βάτρ. 482, 487, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 3, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10· σπογγιᾶς μαλακώτερον τὸ πρόσωπον Κωμ. Ἀνώνυμ. 285· σπογγιᾶς ἔπαινος, λέγεται ἐπὶ μεθύσου, Αἰσχίν. 42. 40. - Περὶ τοῦ Ἀττ. καὶ Ἰων. τονισμοῦ ἴδε Γρηγ. Κορ. σ. 148, Σουΐδ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σπόγγια Ν, και αττ. τ. σπογγιά και ιων. τ. σπογγιή Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος δημοσπόγγων που περιλαμβάνει τους περισσότερο γνωστούς «μαλακούς» εμπορεύσιμους σπόγγους με πιο κοινό είδος το Spongia officinalis, αλλ. ευσπογγία
μσν.-αρχ.
σπόγγος, σφουγγάρι
αρχ.
μτφ. μεθύστακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σφόγγος. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. spongia, spongiosus)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπογγία -ας, ἡ, Ion. σπογγίη σπόγγος spons.
Translations
sponge
Arabic: إِسْفَنْج; Hijazi Arabic: إسفنج, سِفِنج; Armenian: սպունգ; Asturian: esponxa; Basque: belaki; Belarusian: губка; Bulgarian: сюнгер; Catalan: esponja; Chinese Mandarin: 海綿, 海绵; Czech: houba, mořská houba, houbovec; Dutch: spons; Esperanto: spongo; Estonian: käsn; Finnish: sienieläin; French: éponge; Friulian: sponze, sponge; Galician: esponxa; German: Schwamm; Greek: σφουγγάρι; Ancient Greek: σπόγγος, σπογγιά, σφογγιά, σφόγγος, σπογγιή, σπογγάριον, σπογγίον, σφογγίον; Hawaiian: huʻakai; Hebrew: סְפוֹג; Hindi: स्पंज; Hungarian: szivacs; Icelandic: svampur; Ido: sponjo; Indonesian: bunga karang, spons; Italian: spugna; Japanese: 海綿; Khmer: អេប៉ុងហ្ស៍; Korean: 갯솜, 스펀지, 해면; Kurdish Northern Kurdish: îsfenc, îsfenc, sunger; Latin: spongia; Latvian: sūklis; Lithuanian: pintis, durlė; Macedonian: сунѓер; Malay: bunga karang, span; Maori: kōpūpūtai, pūngorungoru; Navajo: táłtłʼááh yilcháazhii; Norman: êponge; Norwegian: svamp; Occitan: esponga; Pashto: سپنج; Persian: اسفنج; Plautdietsch: Schwom; Polish: gąbka; Portuguese: esponja; Quechua: puqyala; Romanian: burete, spongie; Russian: губка; Saterland Frisian: Swom; Serbo-Croatian Cyrillic: спужва, сунђер; Roman: spužva, sunđer; Slovak: hubka; Slovene: spúžva; Spanish: esponja; Tagalog: espongha; Telugu: స్పాంజి; Thai: ฟองน้ำ; Turkish: sünger; Ukrainian: губка; Urdu: اسفنج; Venetian: sponxa, sponga; Vietnamese: bọt biển; West Frisian: spûns; Yiddish: שוואָם