3,270,629
edits
(38) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο [[τρίχωμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) (ως [[προσωνυμία]] του Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στρεψι</i>- του [[στρέφω]] (<b>πρβλ.</b> [[στρέψις]]), συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>μαλλος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο [[τρίχωμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) (ως [[προσωνυμία]] του Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στρεψι</i>- του [[στρέφω]] (<b>πρβλ.</b> [[στρέψις]]), συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>μαλλος</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρεψίμαλλος:''' (ῐ) досл. с курчавой шерстью, перен. затейливый: σ. τὴν τέχνην Arph. вычурный в своих произведениях. | |||
}} | }} |