Anonymous

στρεψίμαλλος: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_18)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρεψίμαλλος''': -ον, ὁ ἔχων συνεστραμμένα ἢ περιπεπλεγμένα ἔρια, στρ. τὴν τέχνην, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Εὐριπίδου ἐν ἀναφορᾷ, ὡς λέγουσι, πρὸς τὰς περιπλόκους [[αὐτοῦ]] φράσεις, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 542, πρβλ. Εὐστ. 1638. 17, Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ., ἀλλ’ ὁ Δινδ. διορθοῖ στρεψίμελος, ὡς ἔχει ὁ Σχολ. ἐν Νεφ. 787.
|lstext='''στρεψίμαλλος''': -ον, ὁ ἔχων συνεστραμμένα ἢ περιπεπλεγμένα ἔρια, στρ. τὴν τέχνην, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Εὐριπίδου ἐν ἀναφορᾷ, ὡς λέγουσι, πρὸς τὰς περιπλόκους [[αὐτοῦ]] φράσεις, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 542, πρβλ. Εὐστ. 1638. 17, Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ., ἀλλ’ ὁ Δινδ. διορθοῖ στρεψίμελος, ὡς ἔχει ὁ Σχολ. ἐν Νεφ. 787.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο [[τρίχωμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) (ως [[προσωνυμία]] του Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στρεψι</i>- του [[στρέφω]] (<b>πρβλ.</b> [[στρέψις]]), συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>μαλλος</i>].
}}
}}