συγκατασκάπτω: Difference between revisions

39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ruiner ensemble <i>ou</i> de fond en comble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατασκάπτω]].
|btext=ruiner ensemble <i>ou</i> de fond en comble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατασκάπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[κατασκάπτω]]<br />[[καταστρέφω]] [[κάτι]] από κοινού ή συγχρόνως με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[κατασκάπτω]]<br />[[καταστρέφω]] [[κάτι]] από κοινού ή συγχρόνως με άλλον.
|mltxt=Α [[κατασκάπτω]]<br />[[καταστρέφω]] [[κάτι]] από κοινού ή συγχρόνως με άλλον.
}}
}}