συγκατασκάπτω

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατασκάπτω Medium diacritics: συγκατασκάπτω Low diacritics: συγκατασκάπτω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: synkataskáptō Transliteration B: synkataskaptō Transliteration C: sygkataskapto Beta Code: sugkataska/ptw

English (LSJ)

demolish with another or altogether, E.Or.735 (troch.), Ph.884, Rh.391, And.1.101.

German (Pape)

[Seite 966] mit oder zugleich untergraben, zerstören, vernichten; ἡμᾶς, Eur. Or. 733; τείχη, Rhes. 391, wie Andoc. 1, 101.

French (Bailly abrégé)

ruiner ensemble ou de fond en comble.
Étymologie: σύν, κατασκάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατασκάπτω tegelijkertijd verwoesten. mede verwoesten, helpen met de grond gelijk te maken.

Russian (Dvoretsky)

συγκατασκάπτω:
1 одновременно или совместно разрушать (τείχη Eur.);
2 одновременно уничтожать, губить (τινά Eur.).

Greek Monolingual

Α κατασκάπτω
καταστρέφω κάτι από κοινού ή συγχρόνως με άλλον.

Greek Monotonic

συγκατασκάπτω: μέλ. -ψω, καταστρέφω, γκρεμίζω μαζί με κάποιον ή ομαδικά, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατασκάπτω: κατασκάπτω, κατακρημνίζω, καταστρέφω ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἢ παντελῶς, Εὐρ. Ὀρ. 735, Φοίν. 884, Ρῆσ. 391, Ἀνδοκ. 13. 38.

Middle Liddell

fut. ψω
to demolish with another or altogether, Eur.