συγκατασκάπτω

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατασκάπτω Medium diacritics: συγκατασκάπτω Low diacritics: συγκατασκάπτω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: synkataskáptō Transliteration B: synkataskaptō Transliteration C: sygkataskapto Beta Code: sugkataska/ptw

English (LSJ)

demolish with another or altogether, E.Or.735 (troch.), Ph.884, Rh.391, And.1.101.

German (Pape)

[Seite 966] mit oder zugleich untergraben, zerstören, vernichten; ἡμᾶς, Eur. Or. 733; τείχη, Rhes. 391, wie Andoc. 1, 101.

French (Bailly abrégé)

ruiner ensemble ou de fond en comble.
Étymologie: σύν, κατασκάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατασκάπτω tegelijkertijd verwoesten. mede verwoesten, helpen met de grond gelijk te maken.

Russian (Dvoretsky)

συγκατασκάπτω:
1 одновременно или совместно разрушать (τείχη Eur.);
2 одновременно уничтожать, губить (τινά Eur.).

Greek Monolingual

Α κατασκάπτω
καταστρέφω κάτι από κοινού ή συγχρόνως με άλλον.

Greek Monotonic

συγκατασκάπτω: μέλ. -ψω, καταστρέφω, γκρεμίζω μαζί με κάποιον ή ομαδικά, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατασκάπτω: κατασκάπτω, κατακρημνίζω, καταστρέφω ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἢ παντελῶς, Εὐρ. Ὀρ. 735, Φοίν. 884, Ρῆσ. 391, Ἀνδοκ. 13. 38.

Middle Liddell

fut. ψω
to demolish with another or altogether, Eur.