συγκύριος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=ο, Ν [[κύριος]]<br />αυτός που μετέχει στην [[κυριότητα]] ενός πράγματος από κοινού με άλλον, [[συνιδιοκτήτης]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν [[κύριος]]<br />αυτός που μετέχει στην [[κυριότητα]] ενός πράγματος από κοινού με άλλον, [[συνιδιοκτήτης]].
|mltxt=ο, Ν [[κύριος]]<br />αυτός που μετέχει στην [[κυριότητα]] ενός πράγματος από κοινού με άλλον, [[συνιδιοκτήτης]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, Ν κύριος
αυτός που μετέχει στην κυριότητα ενός πράγματος από κοινού με άλλον, συνιδιοκτήτης.

Greek Monolingual

ο, Ν κύριος
αυτός που μετέχει στην κυριότητα ενός πράγματος από κοινού με άλλον, συνιδιοκτήτης.