συμβολαιογραφείο: Difference between revisions
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=το, Ν<br />το [[γραφείο]] του συμβολαιογράφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβολαιογράφος]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμβολαιογραφεῖον</i>, μαρτυρείται από το 1840 στο <i>Νομοτεχνικόν Λεξικόν</i>]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br />το [[γραφείο]] του συμβολαιογράφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβολαιογράφος]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμβολαιογραφεῖον</i>, μαρτυρείται από το 1840 στο <i>Νομοτεχνικόν Λεξικόν</i>]. | |mltxt=το, Ν<br />το [[γραφείο]] του συμβολαιογράφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβολαιογράφος]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμβολαιογραφεῖον</i>, μαρτυρείται από το 1840 στο <i>Νομοτεχνικόν Λεξικόν</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
Greek Monolingual
το, Ν
το γραφείο του συμβολαιογράφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολαιογράφος. Η λ., στον λόγιο τ. συμβολαιογραφεῖον, μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν].
Greek Monolingual
το, Ν
το γραφείο του συμβολαιογράφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολαιογράφος. Η λ., στον λόγιο τ. συμβολαιογραφεῖον, μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν].