συνάρμοση: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η / [[συνάρμοσις]], -όσεως, ΝΜΑ [[συναρμόζω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[συναρμόζω]], [[επακριβής]] και αρμονική [[σύνδεση]] επιμέρους τμημάτων σε ένα ενιαίο [[σύνολο]], [[συναρμολόγηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> η [[συναρμογή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> <b>μουσ.</b> [[εναρμόνιση]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συνάρμοσις]], -όσεως, ΝΜΑ [[συναρμόζω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[συναρμόζω]], [[επακριβής]] και αρμονική [[σύνδεση]] επιμέρους τμημάτων σε ένα ενιαίο [[σύνολο]], [[συναρμολόγηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> η [[συναρμογή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> <b>μουσ.</b> [[εναρμόνιση]].
|mltxt=η / [[συνάρμοσις]], -όσεως, ΝΜΑ [[συναρμόζω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[συναρμόζω]], [[επακριβής]] και αρμονική [[σύνδεση]] επιμέρους τμημάτων σε ένα ενιαίο [[σύνολο]], [[συναρμολόγηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> η [[συναρμογή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> <b>μουσ.</b> [[εναρμόνιση]].
}}
}}

Revision as of 12:38, 29 September 2017

Greek Monolingual

η / συνάρμοσις, -όσεως, ΝΜΑ συναρμόζω
η ενέργεια του συναρμόζω, επακριβής και αρμονική σύνδεση επιμέρους τμημάτων σε ένα ενιαίο σύνολο, συναρμολόγηση
νεοελλ.
τεχνολ. η συναρμογή
αρχ.
μτφ. μουσ. εναρμόνιση.

Greek Monolingual

η / συνάρμοσις, -όσεως, ΝΜΑ συναρμόζω
η ενέργεια του συναρμόζω, επακριβής και αρμονική σύνδεση επιμέρους τμημάτων σε ένα ενιαίο σύνολο, συναρμολόγηση
νεοελλ.
τεχνολ. η συναρμογή
αρχ.
μτφ. μουσ. εναρμόνιση.