3,258,172
edits
(39) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[στυγερός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />(για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, [[φρίκη]] ή και [[μίσος]], [[μισητός]], [[βδελυρός]] (α. «στυγερό [[έγκλημα]]» β. «[[στυγερός]] [[εγκληματίας]]» γ. «προύπεμψεν ἐξ ἐρέβευς ἄξοντα [[κύνα]] στυγεροῡ Ἀίδαο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ.) [[γεμάτος]] [[μίσος]] για κάποιον («στυγερὸς δὲ οἱ ἔπλετο θυμῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άθλιος]], [[ελεεινός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στυγερά</i> / <i>στυγερῶς</i>, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με στυγερό τρόπο, με [[στυγερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με τρόπο που λυπεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>στυγῶ</i>]. | |mltxt=-ή, -ό / [[στυγερός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />(για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, [[φρίκη]] ή και [[μίσος]], [[μισητός]], [[βδελυρός]] (α. «στυγερό [[έγκλημα]]» β. «[[στυγερός]] [[εγκληματίας]]» γ. «προύπεμψεν ἐξ ἐρέβευς ἄξοντα [[κύνα]] στυγεροῡ Ἀίδαο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ.) [[γεμάτος]] [[μίσος]] για κάποιον («στυγερὸς δὲ οἱ ἔπλετο θυμῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άθλιος]], [[ελεεινός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στυγερά</i> / <i>στυγερῶς</i>, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με στυγερό τρόπο, με [[στυγερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με τρόπο που λυπεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>στυγῶ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στῠγερός:''' -ά, -όν ([[στυγέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> ποιητ. επίθ., αυτός που μισείται, που προκαλεί αποτροπιασμό, που τον σιχαίνονται, [[μισητός]], [[αποκρουστικός]], [[αηδιαστικός]], [[σιχαμερός]], σε Όμηρ., Τραγ.· με δοτ., αυτός που τρέφει [[μίσος]] ή [[κακία]] [[εναντίον]] κάποιου· <i>στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[μισητός]], [[άθλιος]], [[ελεεινός]], σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ρῶς</i>, προς [[λύπη]] κάποιου, άθλια, σε Όμηρ., Σοφ. | |||
}} | }} |