Anonymous

στυγερός: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>στῠγερός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[abominable]] [[πλοῦτος]] ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον θνᾴσκοντι στυγερώτατος (O. 10.90)
|sltr=<b>στῠγερός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[abominable]] [[πλοῦτος]] ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον θνᾴσκοντι στυγερώτατος (O. 10.90)
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στυγερός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />(για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, [[φρίκη]] ή και [[μίσος]], [[μισητός]], [[βδελυρός]] (α. «στυγερό [[έγκλημα]]» β. «[[στυγερός]] [[εγκληματίας]]» γ. «προύπεμψεν ἐξ ἐρέβευς ἄξοντα [[κύνα]] στυγεροῡ Ἀίδαο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ.) [[γεμάτος]] [[μίσος]] για κάποιον («στυγερὸς δὲ οἱ ἔπλετο θυμῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άθλιος]], [[ελεεινός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στυγερά</i> / <i>στυγερῶς</i>, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με στυγερό τρόπο, με [[στυγερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με τρόπο που λυπεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>στυγῶ</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στυγερός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />(για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, [[φρίκη]] ή και [[μίσος]], [[μισητός]], [[βδελυρός]] (α. «στυγερό [[έγκλημα]]» β. «[[στυγερός]] [[εγκληματίας]]» γ. «προύπεμψεν ἐξ ἐρέβευς ἄξοντα [[κύνα]] στυγεροῡ Ἀίδαο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ.) [[γεμάτος]] [[μίσος]] για κάποιον («στυγερὸς δὲ οἱ ἔπλετο θυμῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άθλιος]], [[ελεεινός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στυγερά</i> / <i>στυγερῶς</i>, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με στυγερό τρόπο, με [[στυγερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με τρόπο που λυπεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>στυγῶ</i>].
|mltxt=-ή, -ό / [[στυγερός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />(για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, [[φρίκη]] ή και [[μίσος]], [[μισητός]], [[βδελυρός]] (α. «στυγερό [[έγκλημα]]» β. «[[στυγερός]] [[εγκληματίας]]» γ. «προύπεμψεν ἐξ ἐρέβευς ἄξοντα [[κύνα]] στυγεροῡ Ἀίδαο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ.) [[γεμάτος]] [[μίσος]] για κάποιον («στυγερὸς δὲ οἱ ἔπλετο θυμῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άθλιος]], [[ελεεινός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στυγερά</i> / <i>στυγερῶς</i>, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με στυγερό τρόπο, με [[στυγερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με τρόπο που λυπεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>στυγῶ</i>].
}}
}}