συναγορεύω: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αγορεύω]] από κοινού με κάποιον<br /><b>2.</b> [[συμβουλεύω]] να γίνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[συμφωνώ]] να γίνει [[κάτι]] («ἐκ τούτου πολλοὶ συνηγόρευον στρατιὰν ποιεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπερασπίζω]], [[υποστηρίζω]] («συναγορεύειν τῇ συμμαχίᾳ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμφωνώ]] («συναγορεύειν τοῑς κακῶς εἰρημένοις», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγορεύω]] «[[μιλώ]], [[εκφωνώ]] λόγο»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αγορεύω]] από κοινού με κάποιον<br /><b>2.</b> [[συμβουλεύω]] να γίνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[συμφωνώ]] να γίνει [[κάτι]] («ἐκ τούτου πολλοὶ συνηγόρευον στρατιὰν ποιεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπερασπίζω]], [[υποστηρίζω]] («συναγορεύειν τῇ συμμαχίᾳ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμφωνώ]] («συναγορεύειν τοῑς κακῶς εἰρημένοις», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγορεύω]] «[[μιλώ]], [[εκφωνώ]] λόγο»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνᾰγορεύω:''' (μέλ. σε [[χρήση]] [[συνερῶ]], αόρ. βʹ [[συνεῖπον]], παρακ. [[συνείρηκα]])·<br /><b class="num">1.</b> [[αγορεύω]], [[μιλώ]] δημόσια, [[δημηγορώ]] από κοινού, [[πραγματεύομαι]] στην αγόρευσή μου το ίδιο [[θέμα]] με κάποιον, <i>τί τινι</i>, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[συμβουλεύω]] από κοινού κάποιον, <i>τινί</i>, σε Λυσ.<br /><b class="num">3.</b> [[συναγορεύω]] τινί, [[μιλώ]] [[υπέρ]] κάποιου, [[υποστηρίζω]], [[υπερασπίζω]] την υπόθεσή του στο δικαστήριο, [[συνηγορώ]], σε Θουκ.· ομοίως, με δοτ. πράγμ., [[συναγορεύω]] τινὸς σωτηρίᾳ, σε Δημ.
}}
}}