συναγορεύω
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
(the fut. in use being συνερῶ (v. συνερέω), aor. συνεῖπον (q.v.), pf. συνείρηκα):—
A advocate a course of action jointly with, ὁ Εὐρυμέδων αὐτῷ ταῦτα ξ. Th.7.49, cf. 6.6, 8.84, Lys.12.25, X.Cyr.2.2.21, 2.3.16, Plu.Fab.18, etc.: c. inf., σ. στρατιὰν ποιεῖν X.HG5.2.20; followed by ὡς Χρεὼν εἴη.., Id.Cyr.6.2.24:—Pass., τὸ συναγορευόμενον the course advocated, Plu.2.841f; ἡ συναγορευομένη is dub.l. in PStrassb.41.23 (iii A.D.).
2 c. dat. rei, Ῥοδίων σ. τῇ σωτηρίᾳ D.15.15; σ. νόμῳ Arist.Rh.Al.1424b16; τῇ συμμαχίᾳ ib.35; ταῖς ἐπιθυμίαις Isoc.5.3; σ. τοῖς λεγομένοις agree or assent to, Id.4.139; τοῖς κακῶς εἰρημένοις Gal.16.516, cf. 589, al.
German (Pape)
[Seite 996] mit Einem sprechen, mit für Etwas sprechen, übereinstimmen, es billigen; Thuc. 7, 49 u. öfter; Xen. Cyr. 2, 2, 20 u. öfter, τοῖς ὑπ' ἐμοῦ λεγομένοις, Isocr. 4, 139, ταῖς ἐπιθυμίαις ἡμῶν, 5, 3.
French (Bailly abrégé)
f. συναγορεύσω, ao.2 συνεῖπον, pf. συνείρηκα;
parler d'accord avec :
1 soutenir l'opinion de, parler en faveur de : τινι de qqn ou de qch ; τι pour qch ; τινί τι soutenir une opinion avec qqn ; avec un inf. ou avec ὡς : soutenir l'avis que ou de;
2 prendre la défense de ; Pass. être défendu ou soutenu par qqn;
3 aider à dire, tomber d'accord, attester.
Étymologie: σύν, ἀγορεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αγορεύω, Att. ξυναγορεύω, aor. συνεῖπον, perf. συνείρηκα, fut. συνερῶ instemming betuigen met (een persoon die een bepaalde handelswijze voorstelt, of het voorstel zelf), steunen, bijvallen, verdedigen, met dat.:; εἰ συναγορεύουσιν τοῖς ὑπ’ ἐμοῦ λεγομένοις als ze hun instemming betuigen met wat door mij wordt gezegd Isocr. 4.139; subst. ptc. fut..; οἱ συνεροῦντες αὐτοῖς degenen die het voor hen zullen opnemen Lys. 12.86; met acc. en dat..; ὁ Εὐρυμέδων αὐτῷ ταῦτα ξυνηγόρευεν Eurymedon viel hem daarin bij Thuc. 7.49.3; abs.. τότ’ ἔδει τόν γε φίλον... συνειπεῖν καὶ βοηθεῖν dan had een echte vriend (hem) moeten bijvallen en helpen Dem. 21.206. ook zeggen, bevestigen, helpen te zeggen:. συνείποιτ’ ἂν ἁ Κύπρις οἷον ἕρπει jullie kunnen bevestigen hoe Aphrodite komt Eur. Hipp. 557. als voorstander spreken:. τί ἄν ποτε ἐποίησας συνειπὼν, ὁπότε ἀντειπὼν φάσκων ἀπέκτεινας Πολέμαρχον wat zou je gedaan hebben als je vóór het voorstel had gesproken, gezien het feit dat je Polemarchus hebt gedood toen je naar eigen zeggen je tégen had verklaard Lys. 12.34.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰγορεύω: (fut. συνερῶ, aor. συνεῖπον, pf. συνείρηκα) соглашаться, присоединяться, подтверждать, поддерживать: σ. τινί Thuc., Lys., Xen. присоединяться к чьему-л. мнению, Isocr. поддерживать (одобрять) что-л.; σ. τι Xen. высказываться в пользу чего-л.; σ. τινί τι Thuc. вместе с кем-л. защищать что-л.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰγορεύω: (ὁ ἐν χρήσει μέλλων εἷναι συνερῶ, ἀόρ. συνεῖπον, πρκμ. συνείρηκα). Ἀπὸ κοινοῦ ἀγορεύω, συνηγορῶ, μετά τινος περὶ τοῦ αὐτοῦ πράγματος, ξ. τί τινι Θουκ. 7. 49· τι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21, Πλούτ., κλπ.· μετ’ ἀπαρ., σ. ποιεῖν τι Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 20· ἐπιφερομένης προτάσεως διὰ τοῦ ὡς, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 2, 24. 2) ἀπὸ κοινοῦ συμβουλεύω, τινί, ἀντίθετ. τῷ ἀντιλέγω, Λυσί. 122. 23. 3) σ. τινί, ὁμιλῶ μετά τινος ἢ ὑπέρ τινος ἐπὶ προσώπου, ὑποστηρίζω, ὑπερασπίζω τινά, Θουκ. 6. 6., 8. 84, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 16, κτλ. ― Παθ., βάλλω τινὰ νὰ συνηγορήσῃ ὑπὲρ ἐμοῦ, Πλούτ. 2. 841Ε. 4) μετὰ δοτ. πράγμ., σ. τινὸς σωτηρία Δημ. 194. 22· σ. νόμῳ Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 3. 20· τῇ συμμαχίᾳ αὐτόθι 24· ταῖς ἐπιθυμίαις Ἰσοκρ. 82C· σ. τοῖς λεγομένοις, συναινεῖν ἢ συμφωνεῖν τοῖς λεγομένοις, ὁ αὐτ. 69Β.
Greek Monolingual
Α
1. αγορεύω από κοινού με κάποιον
2. συμβουλεύω να γίνει κάτι
3. συμφωνώ να γίνει κάτι («ἐκ τούτου πολλοὶ συνηγόρευον στρατιὰν ποιεῖν», Ξεν.)
4. υπερασπίζω, υποστηρίζω («συναγορεύειν τῇ συμμαχίᾳ», Αριστοτ.)
5. συμφωνώ («συναγορεύειν τοῖς κακῶς εἰρημένοις», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀγορεύω «μιλώ, εκφωνώ λόγο»].
Greek Monotonic
συνᾰγορεύω: (μέλ. σε χρήση συνερῶ, αόρ. βʹ συνεῖπον, παρακ. συνείρηκα)·
1. αγορεύω, μιλώ δημόσια, δημηγορώ από κοινού, πραγματεύομαι στην αγόρευσή μου το ίδιο θέμα με κάποιον, τί τινι, σε Θουκ., Ξεν.
2. συμβουλεύω από κοινού κάποιον, τινί, σε Λυσ.
3. συναγορεύω τινί, μιλώ υπέρ κάποιου, υποστηρίζω, υπερασπίζω την υπόθεσή του στο δικαστήριο, συνηγορώ, σε Θουκ.· ομοίως, με δοτ. πράγμ., συναγορεύω τινὸς σωτηρίᾳ, σε Δημ.
Middle Liddell
[the fut. in use is συνερῶ aor2 συνεῖπον perf. συνείρηκα
1. to join in advocating, advocate the same thing with, τί τινι Thuc., Xen.
2. to join in advising another, τινί Lys.
3. ς. τινί to speak with or in behalf of a person, support him, advocate his cause, Thuc.: so, c. dat. rei, ς. τινὸς σωτηρίᾳ Dem.
Lexicon Thucydideum
eandem sententiam tueri, to uphold the same opinion, 6.6.3, 7.49.3,
concionari, to address an assembly, 8.84.2.