συνδίκως: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(39) |
(4) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αττ. τ. ξυνδίκως Α<br /><b>επίρρ.</b> συγχρόνως, ταυτόχρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνδικος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | |mltxt=και αττ. τ. ξυνδίκως Α<br /><b>επίρρ.</b> συγχρόνως, ταυτόχρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνδικος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδίκως:''' (ῐ) справедливо, по справедливости Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:12, 1 January 2019
French (Bailly abrégé)
adv.
selon le droit, justement.
Étymologie: σύνδικος.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνδίκως Α
επίρρ. συγχρόνως, ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδικος + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνδίκως Α
επίρρ. συγχρόνως, ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδικος + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Russian (Dvoretsky)
συνδίκως: (ῐ) справедливо, по справедливости Aesch.