3,274,216
edits
(46) |
(6) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και μέσ. [[χαίρομαι]] Ν<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] [[χαρά]], [[είμαι]] [[χαρούμενος]] (α. «[[χαίρω]] πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ<br />γ. «[[χαίρω]] δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, [[ἐπεὶ]] [[δοκέω]] νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (η προστ. β' προσ. ενεστ.) <i>χαίρε</i>, <i>χαίρετε</i><br />[[προσφώνηση]] χαιρετισμού σε [[ένδειξη]] φιλίας, [[τιμής]] ή σεβασμού, [[κατά]] τη [[συνάντηση]] προσώπων, ή [[προσφώνηση]] αποχωρισμού και αποχαιρετισμού (α. «χαίρετε ωραία μου [[κυρία]]» β. «χαίρετε κύριε καθηγητά» γ. «χαῖρε κεχαριτωμένη<br />ὁ Κύριος [[μετὰ]] σοῦ», ΚΔ<br />δ. «...ὁ [[Ἰησοῦς]] ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων<br />χαίρετε», ΚΔ<br />ε. «χαῖρε, ξεῖνε, παρ' [[ἄμμι]] φιλήσεαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απολαμβάνω]] [[κάτι]], [[είμαι]] [[ευχαριστημένος]] που έχω [[κάτι]] (α. «[[είναι]] [[άρρωστος]] [[βαριά]] και δεν χαίρεται τα πλούτη του» β. «τή χάρηκε τη ζωή του» γ. «ἔχαιρε... ὁ βασιλεὺς εἰς τὸ πράσινον [[μέρος]]», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ.) <b>βλ.</b> [[χαιράμενος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «να σέ χαρώ» ή «να χαρείς» — παρεμβάλλεται παρενθετικά στον λόγο για να εκφράσει [[παράκληση]]<br />β) «να χαίρεσαι το όνομά σου [ή τη [[γιορτή]] σου]» — να ζήσεις [[ευτυχισμένος]] [[πολλά]] [[χρόνια]]<br />γ) «χήρες και χαιράμενες» — χήρες και παντρεμένες τών οποίων ο [[σύζυγος]] ζει<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «χαίρε [[βάθος]] αμέτρητον» — λέγεται ειρωνικά για [[κάτι]] που δύσκολα εξακριβώνεται ή που φέρνει κάποιον σε δύσκολη [[θέση]] (ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αρκούμαι σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[ευχαριστημένος]] («χαίρει ὑφάμμοις χωρίοις», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (ο μέλλ. με [[άρνηση]]) <i>οὐ χαιρήσω</i><br />δεν θα χαρώ, δεν θα μείνω [[ατιμώρητος]], θα μετανιώσω<br /><b>3.</b> (το γ' πρόσ. προστ. ενεστ.) <i>χαιρέτω</i><br />(σε [[ένδειξη]] αποδοκιμασίας και περιφρόνησης) ας [[πάει]], ας πάνε στα κομμάτια (α. «χαιρέτω βουλεύματα», <b>Ευρ.</b><br />β. «[[εἴτε]] ἐγένετο [[ἄνθρωπος]] [[εἴτε]] ἐστὶ [[δαίμων]], χαιρέτω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίρρ.) <i>χαίρων</i><br />με [[χαρά]], [[γεμάτος]] [[χαρά]] («ὁ δὲ δέξατο χαίρων παῖδα φίλην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ χαῖρον</i>- η [[χαρά]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐῶ τι [ή τινα] χαίρειν» — [[αφήνω]] [[κάτι]] [ή κάποιον] να [[πάει]] στο καλό, [[αδιαφορώ]]<br />β) «[[χαίρω]] νόῳ» — [[χαίρομαι]] [[κρυφά]], δεν [[δείχνω]] τη [[χαρά]] μου (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) «[[χαίρω]] γέλωτι» — [[εκδηλώνω]] τη [[χαρά]] μου με γέλια (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[χαίρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χαρjω</i>) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ghr</i>- της ΙΕ ρίζας <i>gher</i>- «[[χαίρομαι]], ευχαριστιέμαι» και εμφανίζει ενεστ. [[επίθημα]] -<i>y</i><sup>ε / ο-</sup>. Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας, εξάλλου, ανάγονται τόσο το αρχ. ινδ. <i>haryati</i> «[[αγαπώ]], [[επιθυμώ]], μου αρέσει» όσο και τα αρχ. άνω γερμ. <i>ger</i> «αυτός που επιθυμεί», <i>gern</i> «[[επιθυμητός]]» (<b>πρβλ.</b> και τα γερμ. <i>gerne</i> «ευχαρίστως», <i>be</i>-<i>gehren</i> «[[χαίρομαι]]»), ενώ στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghor</i>- ανάγονται τα λατ. <i>hortor</i>, <i>horitur</i> «[[παρακινώ]], [[παρορμώ]]». Κατά μία [[άποψη]], στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται και το β' συνθετικό τών τ. <i>δυσ</i>-<i>χερής</i>, <i>εὐ</i>-<i>χερής</i>, ενώ ορισμένοι επιχείρησαν να συνδέσουν με αυτούς και το επίθ. [[ἀχρεῖος]], μέσω ενός τ. <i>ἀ</i>-<i>χερ</i>-<i>εῖος</i>. Η [[άποψη]] ότι το ρ. [[χαίρω]] έχει σχηματιστεί από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>gher</i>- «[[αρπάζω]]» και συνδέεται με την λ. [[χόρτος]] και το αρχ. ινδ. <i>harati</i> «[[φέρω]], [[κρατώ]]» δεν θεωρείται πιθανή. Ανεπιβεβαίωτη, [[τέλος]], παραμένει η [[σύνδεση]] του ρ. με λ. που σημαίνουν «[[οργή]], οργίζομαι» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>haras</i>- «[[αγανάκτηση]]», <i>hrn</i><i>ī</i><i>te</i> «οργίζομαι», αβεστ. <i>zar</i>- «οργίζομαι», [[καθώς]] και με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[χαρά]]- [[ὀργή]] ἠὀργίλος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χαιρετίζω]], [[χαρά]], [[χάρμα]], [[χαρμονή]], [[χαρμοσύνη]], [[χαρμόσυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαιρηδών]], [[χαιρητικός]], [[χαιροσύνη]], [[χάρμη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χαρτός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χαιριώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χαιράμενος]], [[χαιρούμενος]], [[χαρούμενος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[επιχαίρω]], [[συγχαίρω]], [[υπερχαίρω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιχαίρω]], [[καταχαίρω]], [[περιχαίρω]], [[προσχαίρω]], [[προχαίρω]], [[υποχαίρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλληλοσυγχαίρομαι]], [[κρυφοχαίρομαι]]]. | |mltxt=ΝΜΑ, και μέσ. [[χαίρομαι]] Ν<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] [[χαρά]], [[είμαι]] [[χαρούμενος]] (α. «[[χαίρω]] πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ<br />γ. «[[χαίρω]] δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, [[ἐπεὶ]] [[δοκέω]] νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (η προστ. β' προσ. ενεστ.) <i>χαίρε</i>, <i>χαίρετε</i><br />[[προσφώνηση]] χαιρετισμού σε [[ένδειξη]] φιλίας, [[τιμής]] ή σεβασμού, [[κατά]] τη [[συνάντηση]] προσώπων, ή [[προσφώνηση]] αποχωρισμού και αποχαιρετισμού (α. «χαίρετε ωραία μου [[κυρία]]» β. «χαίρετε κύριε καθηγητά» γ. «χαῖρε κεχαριτωμένη<br />ὁ Κύριος [[μετὰ]] σοῦ», ΚΔ<br />δ. «...ὁ [[Ἰησοῦς]] ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων<br />χαίρετε», ΚΔ<br />ε. «χαῖρε, ξεῖνε, παρ' [[ἄμμι]] φιλήσεαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απολαμβάνω]] [[κάτι]], [[είμαι]] [[ευχαριστημένος]] που έχω [[κάτι]] (α. «[[είναι]] [[άρρωστος]] [[βαριά]] και δεν χαίρεται τα πλούτη του» β. «τή χάρηκε τη ζωή του» γ. «ἔχαιρε... ὁ βασιλεὺς εἰς τὸ πράσινον [[μέρος]]», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ.) <b>βλ.</b> [[χαιράμενος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «να σέ χαρώ» ή «να χαρείς» — παρεμβάλλεται παρενθετικά στον λόγο για να εκφράσει [[παράκληση]]<br />β) «να χαίρεσαι το όνομά σου [ή τη [[γιορτή]] σου]» — να ζήσεις [[ευτυχισμένος]] [[πολλά]] [[χρόνια]]<br />γ) «χήρες και χαιράμενες» — χήρες και παντρεμένες τών οποίων ο [[σύζυγος]] ζει<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «χαίρε [[βάθος]] αμέτρητον» — λέγεται ειρωνικά για [[κάτι]] που δύσκολα εξακριβώνεται ή που φέρνει κάποιον σε δύσκολη [[θέση]] (ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αρκούμαι σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[ευχαριστημένος]] («χαίρει ὑφάμμοις χωρίοις», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (ο μέλλ. με [[άρνηση]]) <i>οὐ χαιρήσω</i><br />δεν θα χαρώ, δεν θα μείνω [[ατιμώρητος]], θα μετανιώσω<br /><b>3.</b> (το γ' πρόσ. προστ. ενεστ.) <i>χαιρέτω</i><br />(σε [[ένδειξη]] αποδοκιμασίας και περιφρόνησης) ας [[πάει]], ας πάνε στα κομμάτια (α. «χαιρέτω βουλεύματα», <b>Ευρ.</b><br />β. «[[εἴτε]] ἐγένετο [[ἄνθρωπος]] [[εἴτε]] ἐστὶ [[δαίμων]], χαιρέτω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίρρ.) <i>χαίρων</i><br />με [[χαρά]], [[γεμάτος]] [[χαρά]] («ὁ δὲ δέξατο χαίρων παῖδα φίλην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ χαῖρον</i>- η [[χαρά]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐῶ τι [ή τινα] χαίρειν» — [[αφήνω]] [[κάτι]] [ή κάποιον] να [[πάει]] στο καλό, [[αδιαφορώ]]<br />β) «[[χαίρω]] νόῳ» — [[χαίρομαι]] [[κρυφά]], δεν [[δείχνω]] τη [[χαρά]] μου (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) «[[χαίρω]] γέλωτι» — [[εκδηλώνω]] τη [[χαρά]] μου με γέλια (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[χαίρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χαρjω</i>) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ghr</i>- της ΙΕ ρίζας <i>gher</i>- «[[χαίρομαι]], ευχαριστιέμαι» και εμφανίζει ενεστ. [[επίθημα]] -<i>y</i><sup>ε / ο-</sup>. Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας, εξάλλου, ανάγονται τόσο το αρχ. ινδ. <i>haryati</i> «[[αγαπώ]], [[επιθυμώ]], μου αρέσει» όσο και τα αρχ. άνω γερμ. <i>ger</i> «αυτός που επιθυμεί», <i>gern</i> «[[επιθυμητός]]» (<b>πρβλ.</b> και τα γερμ. <i>gerne</i> «ευχαρίστως», <i>be</i>-<i>gehren</i> «[[χαίρομαι]]»), ενώ στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghor</i>- ανάγονται τα λατ. <i>hortor</i>, <i>horitur</i> «[[παρακινώ]], [[παρορμώ]]». Κατά μία [[άποψη]], στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται και το β' συνθετικό τών τ. <i>δυσ</i>-<i>χερής</i>, <i>εὐ</i>-<i>χερής</i>, ενώ ορισμένοι επιχείρησαν να συνδέσουν με αυτούς και το επίθ. [[ἀχρεῖος]], μέσω ενός τ. <i>ἀ</i>-<i>χερ</i>-<i>εῖος</i>. Η [[άποψη]] ότι το ρ. [[χαίρω]] έχει σχηματιστεί από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>gher</i>- «[[αρπάζω]]» και συνδέεται με την λ. [[χόρτος]] και το αρχ. ινδ. <i>harati</i> «[[φέρω]], [[κρατώ]]» δεν θεωρείται πιθανή. Ανεπιβεβαίωτη, [[τέλος]], παραμένει η [[σύνδεση]] του ρ. με λ. που σημαίνουν «[[οργή]], οργίζομαι» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>haras</i>- «[[αγανάκτηση]]», <i>hrn</i><i>ī</i><i>te</i> «οργίζομαι», αβεστ. <i>zar</i>- «οργίζομαι», [[καθώς]] και με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[χαρά]]- [[ὀργή]] ἠὀργίλος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χαιρετίζω]], [[χαρά]], [[χάρμα]], [[χαρμονή]], [[χαρμοσύνη]], [[χαρμόσυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαιρηδών]], [[χαιρητικός]], [[χαιροσύνη]], [[χάρμη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χαρτός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χαιριώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χαιράμενος]], [[χαιρούμενος]], [[χαρούμενος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[επιχαίρω]], [[συγχαίρω]], [[υπερχαίρω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιχαίρω]], [[καταχαίρω]], [[περιχαίρω]], [[προσχαίρω]], [[προχαίρω]], [[υποχαίρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλληλοσυγχαίρομαι]], [[κρυφοχαίρομαι]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χαίρω:''' (√<i>ΧΑΡ</i>), γʹ πληθ. προστ. <i>χαιρόντων</i>, Επικ. παρατ. <i>χαῖρον</i>, Ιων. [[χαίρεσκον]], μέλ. <i>χαιρήσω</i>, Επικ. αναδιπλ. απαρ. <i>κεχᾰρησέμεν</i>, μεταγεν. επίσης <i>χᾰρῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐχάιρησα</i>, παρακ. [[κεχάρηκα]], Επικ. μτχ. αιτ. <i>κεχᾰρηότα</i> — Μέσ. (με την [[ίδια]] [[σημασία]]), μέλ. <i>χᾰρήσομαι</i>, Επικ. <i>κεχᾰρήσομαι</i>, Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ [[χήρατο]], Επικ. γʹ πληθ. αναδιπλ. αορ. βʹ [[κεχάροντο]], γʹ ενικ. και πληθ. ευκτ. <i>κεχάροιτο</i>, <i>-οίατο</i> — Παθ. (με την [[ίδια]] [[σημασία]]), αόρ. βʹ [[ἐχάρην]] [ᾰ], Επικ. <i>χάρην</i>, μτχ. [[χαρείς]], παρακ. <i>κεχάρημαι</i>, μτχ. <i>κεχαρμένος</i>, γʹ ενικ. και πληθ. υπερσ. [[κεχάρητο]], <i>-ηντο</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[χαίρομαι]], είμαι [[χαρούμενος]], είμαι [[ευτυχισμένος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[χαίρω]] θυμῷ ή <i>ἐν θυμῷ</i>, [[χαίρω]] φρεσὶν [[ᾗσι]], στον ίδ.· με δοτ. πράγμ., [[χαίρομαι]] με [[κάτι]], είμαι [[ευτυχισμένος]] με [[κάτι]], [[παίρνω]] [[ευχαρίστηση]] από κάποιο [[πράγμα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, χαίρειν [[ἐπί]] τινι, σε Σοφ., Ξεν.· με μτχ., [[χαίρω]] τὸν μῦθον ἀκούσας, [[χαίρομαι]] που τον έχω ακούσει, σε Ομήρ. Ιλ.· χαίρεις [[ὁρῶν]], σε Ευρ.· [[χαίρω]] φειδόμενος, σε Αριστοφ.· με μτχ. ενεστ., το [[χαίρω]] μερικές φορές έχει τη [[σημασία]] του [[φιλέω]], <i>χαίρουσι χρεώμενοι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με [[άρνηση]], <i>οὐ χαιρήσεις</i>, δεν θα [[χαρείς]], δηλ. δεν θα μείνεις [[ατιμώρητος]], θα μετανιώσεις, σε Αριστοφ.· ομοίως σε Όμηρ., [[οὐδέ]] τιν' [[οἴω]] Τρώων χαιρήσειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως με ερωτηματ., <i>σὺ χαιρήσειν νομίζεις;</i> σε Πλούτ.· βλ. κατωτ. IV.2.<br /><b class="num">III.</b> προστ., [[χαῖρε]], δυϊκ. <i>χαίρετον</i>, πληθ. <i>χαίρετε</i>, είναι μια συνηθισμένη [[μορφή]] χαιρετισμού·<br /><b class="num">1.</b> σε [[συνάντηση]] [[φίλων]], γειά [[σου]]!, Λατ. [[salve]], σε Όμηρ., Αττ.· [[κῆρυξ]] Ἀχαιῶν, [[χαῖρε]]..., Απάντηση [[χαίρω]], [[δέχομαι]] το χαιρετισμό [[σου]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> όταν [[κάποιος]] φεύγει και αποχωρίζεται από φίλο, έχε γειά! γειά [[σου]]!, Λατ. [[vale]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> η [[έννοια]] του αποχωρισμού ή της απομάκρυνσης εμφανίζεται επίσης στο γʹ ενικ. πρόσ. <i>χαιρέτω</i>, ας [[πάει]] στο καλό! [[εἴτε]] ἐγένετο [[ἄνθρωπος]] [[εἴτε]] ἐστὶ [[δαίμων]], <i>χαιρέτω</i>, στην [[ερώτηση]] αν γεννήθηκε [[άνθρωπος]] ή είναι [[θεός]], ας το αφήσουμε στην [[άκρη]], σε Ηρόδ.· <i>χαιρέτω βουλεύματα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> 1. μτχ. <i>χαίρων</i>, [[χαρούμενος]], [[ευχαριστημένος]], [[ευτυχισμένος]], σε Όμηρ.· ομοίως, <i>κεχαρηκώς</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> δίπλα σε [[άλλο]] [[ρήμα]], με την [[έννοια]] του ασφαλή, [[χωρίς]] [[τιμωρία]], [[ατιμωρητί]], Λατ. [[impune]], <i>χαίρων ἀπαλλάττει</i>, σε Ηρόδ.· με [[άρνηση]], <i>οὐ χαίρων</i>, Λατ. [[haud]] [[impune]], όχι [[χωρίς]] [[κόστος]] για κάποιον, <i>οὐ χαίροντες ἐμὲ γέλωτα θήσεσθε</i>, σε Ηρόδ.· <i>οὔ τι χαίρων ἐρεῖς</i>, σε Σοφ.· βλ. ανωτ. II.<br /><b class="num">3.</b> με την [[ίδια]] [[σημασία]] ως προστ. (βλ. ανωτ. III), <i>σὺ δέ μοι χαίρων ἀφίκοιο</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀλλ' ἑρπέτω χαίρουσα</i>, άφησέ τη να [[πάει]] χαρούμενη, σε Σοφ.<br /><b class="num">V.</b> 1. το απαρ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει όπως η [[λέξη]] [[χαῖρε]]χαιρετισμό (βλ. ανωτ. III. 1), χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα [[προὐννέπω]], λέω στον κήρυκα [[καλώς]] όρισες, σε Σοφ.· στην [[αρχή]] επιστολών το απαρ. τίθεται μόνο (τα <i>λέγει</i> ή <i>κελεύει</i> παραλείπονται, όπως σε Λατ. S. = salutem αντί S.D. = salutem dicit), [[Κῦρος]] Κυαξάρῃ χαίρειν, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], όπως <i>χαιρέτω</i>, [[ἐᾶν]] χαίρειν τινά ή <i>τι</i>, [[βγαίνω]] από το [[μυαλό]] κάποιου, απομακρύνομαι, απαρνιέμαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>πολλὰ χ. κελεύειν τινά</i>, σε Αριστοφ.· ομοίως με δοτ. προσ., <i>πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ</i>, σε Αισχύλ.· <i>φράσαι χαίρειν Ἀθηναίοισι</i>, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |