φάσκωλος: Difference between revisions

4b
(44)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[μικρός]] [[δερμάτινος]] [[σάκος]] ή [[τσέπη]] ενδύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ. η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ωλο</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>εἴδ</i>-<i>ωλο</i>-<i>ν</i>). Έχει γίνει [[προσπάθεια]] να ερμηνευθεί η λ. με την [[αναγωγή]] της σε κάποια ΙΕ [[ρίζα]]: [[κατά]] μία [[άποψη]], σε [[ρίζα]] <i>bhasko</i>- «[[δεσμός]], [[δέμα]]» στην οποία οδηγούν πιθ. και ο τ. της μακεδονικής διαλέκτου <i>βάσκιοι</i><br /><i>δεσμαὶ φρυγάνων</i>, το λατ. <i>fascis</i> «[[δέσμη]], [[δεσμίδα]]», το γαλατ. <i>baich</i> «[[φορτίο]]», καί, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], σε [[ρίζα]] <i>bhendh</i>- «[[δένω]]» (<b>πρβλ.</b> [[πενθερός]]), μέσω ενός τ. <i>bhņdhsko</i>-. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>phasceolus</i>, <i>phascolum</i>].
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[μικρός]] [[δερμάτινος]] [[σάκος]] ή [[τσέπη]] ενδύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ. η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ωλο</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>εἴδ</i>-<i>ωλο</i>-<i>ν</i>). Έχει γίνει [[προσπάθεια]] να ερμηνευθεί η λ. με την [[αναγωγή]] της σε κάποια ΙΕ [[ρίζα]]: [[κατά]] μία [[άποψη]], σε [[ρίζα]] <i>bhasko</i>- «[[δεσμός]], [[δέμα]]» στην οποία οδηγούν πιθ. και ο τ. της μακεδονικής διαλέκτου <i>βάσκιοι</i><br /><i>δεσμαὶ φρυγάνων</i>, το λατ. <i>fascis</i> «[[δέσμη]], [[δεσμίδα]]», το γαλατ. <i>baich</i> «[[φορτίο]]», καί, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], σε [[ρίζα]] <i>bhendh</i>- «[[δένω]]» (<b>πρβλ.</b> [[πενθερός]]), μέσω ενός τ. <i>bhņdhsko</i>-. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>phasceolus</i>, <i>phascolum</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''φάσκωλος:''' ὁ кожаный мешок, сумка Arph.
}}
}}