Anonymous

φάσκωλος: Difference between revisions

From LSJ
44
(6_14)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φάσκωλος''': ὁ, [[σάκκος]] [[βύρσινος]], μικρὰ [[πήρα]], σακκίδιον, σακκοῦλα, [[βαλλάντιον]], Λατ. pasceolus, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· ― τὸ οὐδ. φάσκωλον, μνημονεύεται παρ’ Ἁρποκρ., Φωτ., Μεγ. Ἐτυμολ., [[ἴσως]] [[ἡμαρτημένως]]· ὑποκορ. φασκώλιον, τό, Λυσίας παρ’ Ἁρποκρ., Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 19, Δίων Χρυσ. 1. 241. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φασκώλιον· [[βαλλάντιον]] [[δερμάτιον]]. [[φάσκωλος]] δὲ τὸ μέγα, εἰς ὃ τὰ ἱμάτια ἐμβάλλεται». ― [[Κατὰ]] [[Πολυδ]]. Ζ΄, 79 «φασκώλους δὲ ἔλεγον οἱ παλαιοὶ τὰ τῶν ἱματίων ἀγγεῖα καὶ θυλάκους», κατὰ δὲ Φώτιον: «φασκώλιον· ἱματιοφορεῖον· φάσκωλον δέ ἐστιν μαρσίπιον· φάσκωλον. [[πήρα]] τις [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο, ὡς Ἰσαῖος καὶ Λυσίας».
|lstext='''φάσκωλος''': ὁ, [[σάκκος]] [[βύρσινος]], μικρὰ [[πήρα]], σακκίδιον, σακκοῦλα, [[βαλλάντιον]], Λατ. pasceolus, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· ― τὸ οὐδ. φάσκωλον, μνημονεύεται παρ’ Ἁρποκρ., Φωτ., Μεγ. Ἐτυμολ., [[ἴσως]] [[ἡμαρτημένως]]· ὑποκορ. φασκώλιον, τό, Λυσίας παρ’ Ἁρποκρ., Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 19, Δίων Χρυσ. 1. 241. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φασκώλιον· [[βαλλάντιον]] [[δερμάτιον]]. [[φάσκωλος]] δὲ τὸ μέγα, εἰς ὃ τὰ ἱμάτια ἐμβάλλεται». ― [[Κατὰ]] [[Πολυδ]]. Ζ΄, 79 «φασκώλους δὲ ἔλεγον οἱ παλαιοὶ τὰ τῶν ἱματίων ἀγγεῖα καὶ θυλάκους», κατὰ δὲ Φώτιον: «φασκώλιον· ἱματιοφορεῖον· φάσκωλον δέ ἐστιν μαρσίπιον· φάσκωλον. [[πήρα]] τις [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο, ὡς Ἰσαῖος καὶ Λυσίας».
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[μικρός]] [[δερμάτινος]] [[σάκος]] ή [[τσέπη]] ενδύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ. η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ωλο</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>εἴδ</i>-<i>ωλο</i>-<i>ν</i>). Έχει γίνει [[προσπάθεια]] να ερμηνευθεί η λ. με την [[αναγωγή]] της σε κάποια ΙΕ [[ρίζα]]: [[κατά]] μία [[άποψη]], σε [[ρίζα]] <i>bhasko</i>- «[[δεσμός]], [[δέμα]]» στην οποία οδηγούν πιθ. και ο τ. της μακεδονικής διαλέκτου <i>βάσκιοι</i><br /><i>δεσμαὶ φρυγάνων</i>, το λατ. <i>fascis</i> «[[δέσμη]], [[δεσμίδα]]», το γαλατ. <i>baich</i> «[[φορτίο]]», καί, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], σε [[ρίζα]] <i>bhendh</i>- «[[δένω]]» (<b>πρβλ.</b> [[πενθερός]]), μέσω ενός τ. <i>bhņdhsko</i>-. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>phasceolus</i>, <i>phascolum</i>].
}}
}}