σχολαῖος: Difference between revisions

6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] με [[βραδύτητα]] ή αυτός που γίνεται με [[αργό]] ρυθμό, [[νωχελικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σχολαίως]] Α<br />με [[οκνηρία]], με [[νωθρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχολή]] «[[απραξία]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σπουδ</i>-<i>αῖος</i>)].
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] με [[βραδύτητα]] ή αυτός που γίνεται με [[αργό]] ρυθμό, [[νωχελικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σχολαίως]] Α<br />με [[οκνηρία]], με [[νωθρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχολή]] «[[απραξία]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σπουδ</i>-<i>αῖος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχολαῖος:''' -α, -ον ([[σχολή]]), αυτός που κάνει [[κάτι]] με την [[ησυχία]] του, [[βραδύς]], [[αργός]], [[βραδυκίνητος]], [[νωθρός]], αργοκίνητος, [[ράθυμος]], σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. <i>-ως</i>, στον ίδ.· συγκρ. <i>σχολαίτερα</i>, σε Ηρόδ.· ή <i>-αίτερον</i>, σε Θουκ.· υπερθ. <i>-αίτατα</i>, σε Ξεν.
}}
}}