φαιότης: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(44)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ητος, ἡ, Α [[φαιός]]<br />η [[ιδιότητα]] του φαιού.
|mltxt=-ητος, ἡ, Α [[φαιός]]<br />η [[ιδιότητα]] του φαιού.
}}
{{elru
|elrutext='''φαιότης:''' ητος ἡ темная окраска, серый тон Arst.
}}
}}

Revision as of 06:34, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

φαιότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφῃρημένον τοῦ φαιός, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 2. 9, 5.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α φαιός
η ιδιότητα του φαιού.

Russian (Dvoretsky)

φαιότης: ητος ἡ темная окраска, серый тон Arst.