Φοινίκη: Difference between revisions

6
(45)
(6)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />[[προσωνυμία]] της θεάς Αθηνάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]», πιθ. λόγω του ότι στον ναό όπου λατρευόταν η θεά υπήρχε άγαλμά της βαμμένο κόκκινο].———————— <b>(II)</b><br />η, ΝΑ<br />(στην [[αρχαιότητα]])<br /><b>1.</b> [[χώρα]] της Ασίας την οποία, από τον 3ο π.Χ. αιώνα, κατοικούσαν οι Χαναναίοι και οι [[Σημίτες]] και η οποία αποτελούσε μια στενή [[διάβαση]] [[μεταξύ]] της θάλασσας και της ερήμου της Συρίας, [[γεγονός]] που συνετέλεσε στο να αναδειχθεί σε πλούσιο εμπορικό [[σταυροδρόμι]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Πλίνιο) παλαιότερη [[ονομασία]] της νήσου Ίου, που εμφανίζεται σε νομίσματα και η οποία οφείλεται [[πιθανώς]] στο [[γεγονός]] ότι [[εκεί]] υπήρχαν φοίνικες αφιερωμένοι στον θεό Απόλλωνα<br /><b>3.</b> αρχαία [[πρωτεύουσα]] της ηπειρωτικής Χαονίας που άκμασε [[μετά]] την [[πτώση]] του βασιλείου της Ηπείρου το 233 π.Χ., έλαβε [[μέρος]] σε όλους τους μακεδονικούς πολέμους [[εναντίον]] της Ρώμης για να καταστραφεί τελικά από τους Ρωμαίους [[μετά]] τη [[μάχη]] της Πύδνας<br /><b>4.</b> η Καρχηδόνα, η μεγαλύτερη φοινικική [[αποικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρον.</b> ο [[αστερισμός]] της Μικρής Αρκτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομ. διαφόρων περιοχών σχηματισμένη από το όν. [[Φοῖνιξ]]. Η λ. χρησιμοποιήθηκε και ως [[ονομασία]] της Μικρής Άρκτου, λόγω του ότι με τον αστερισμό αυτόν προσανατολίζονταν οι Φοίνικες τη [[νύχτα]], και με τη σημ. αυτή η λ. [[Φοινίκη]] έχει προέλθει με [[απλολογία]] από το θηλ. του επιθ. [[φοινικικός]]. Ανάλογη [[απλολογία]] παρατηρείται στον τ. [[φοινικός]], από όπου ο τ. <i>Punicus</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Poenicus</i>), που δανείστηκε η Λατινική].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />[[προσωνυμία]] της θεάς Αθηνάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]», πιθ. λόγω του ότι στον ναό όπου λατρευόταν η θεά υπήρχε άγαλμά της βαμμένο κόκκινο].———————— <b>(II)</b><br />η, ΝΑ<br />(στην [[αρχαιότητα]])<br /><b>1.</b> [[χώρα]] της Ασίας την οποία, από τον 3ο π.Χ. αιώνα, κατοικούσαν οι Χαναναίοι και οι [[Σημίτες]] και η οποία αποτελούσε μια στενή [[διάβαση]] [[μεταξύ]] της θάλασσας και της ερήμου της Συρίας, [[γεγονός]] που συνετέλεσε στο να αναδειχθεί σε πλούσιο εμπορικό [[σταυροδρόμι]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Πλίνιο) παλαιότερη [[ονομασία]] της νήσου Ίου, που εμφανίζεται σε νομίσματα και η οποία οφείλεται [[πιθανώς]] στο [[γεγονός]] ότι [[εκεί]] υπήρχαν φοίνικες αφιερωμένοι στον θεό Απόλλωνα<br /><b>3.</b> αρχαία [[πρωτεύουσα]] της ηπειρωτικής Χαονίας που άκμασε [[μετά]] την [[πτώση]] του βασιλείου της Ηπείρου το 233 π.Χ., έλαβε [[μέρος]] σε όλους τους μακεδονικούς πολέμους [[εναντίον]] της Ρώμης για να καταστραφεί τελικά από τους Ρωμαίους [[μετά]] τη [[μάχη]] της Πύδνας<br /><b>4.</b> η Καρχηδόνα, η μεγαλύτερη φοινικική [[αποικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρον.</b> ο [[αστερισμός]] της Μικρής Αρκτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομ. διαφόρων περιοχών σχηματισμένη από το όν. [[Φοῖνιξ]]. Η λ. χρησιμοποιήθηκε και ως [[ονομασία]] της Μικρής Άρκτου, λόγω του ότι με τον αστερισμό αυτόν προσανατολίζονταν οι Φοίνικες τη [[νύχτα]], και με τη σημ. αυτή η λ. [[Φοινίκη]] έχει προέλθει με [[απλολογία]] από το θηλ. του επιθ. [[φοινικικός]]. Ανάλογη [[απλολογία]] παρατηρείται στον τ. [[φοινικός]], από όπου ο τ. <i>Punicus</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Poenicus</i>), που δανείστηκε η Λατινική].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Φοινίκη:''' [ῑ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> η [[χώρα]] των Φοινίκων, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· πρβλ. [[Φοῖνιξ]].<br /><b class="num">II.</b> [[αποικία]] στην Καρχηδόνα, σε Ευρ.
}}
}}