Φοινίκη
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
ἡ,
1 Phoenicia, Od. 4.83, Hdt. 1.2, etc.
2 the country of Carthage, E. Tr. 221 (lyr.).
3 the constellation Ursa Minor, Eratosth. Cat. 2.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
la Phénicie.
Étymologie: Φοῖνιξ.
Russian (Dvoretsky)
Φοινίκη: дор. Φοινίκᾱ (νῑ) ἡ Финикия
1 страна на вост. побережье Средиземного моря Hom., HH, Xen., Theocr., etc.;
2 область Карфагена Eur. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Φοινίκη: [ῑ], ἡ, ἡ χώρα τῶν Φοινίκων, Ὀδ. Δ. 83, Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· πρβλ. Φοῖνιξ. ΙΙ. Φοινίκας ἀντήρη χώραν, τὴν ἐν Καρχηδόνι ἀποικίαν τῶν Φοινίκων, Εὐρ. Τρῳ. 221.
English (Strong)
from φοῖνιξ; palm-country; Phœnice (or Phœnicia), a region of Palestine: Phenice, Phenicia.
English (Thayer)
Φοινίκης, ἡ, Phoenice or Phoenicia, in the apostolic age a tract of the province of Syria, situated on the coast of the Mediterranean between the river Eleutherus and the promontory of Carmel, some thirty miles long and two or three broad (but see BB. DD., under the word): Acts 21:2.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
προσωνυμία της θεάς Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα», πιθ. λόγω του ότι στον ναό όπου λατρευόταν η θεά υπήρχε άγαλμά της βαμμένο κόκκινο].
(II)
η, ΝΑ
(στην αρχαιότητα)
1. χώρα της Ασίας την οποία, από τον 3ο π.Χ. αιώνα, κατοικούσαν οι Χαναναίοι και οι Σημίτες και η οποία αποτελούσε μια στενή διάβαση μεταξύ της θάλασσας και της ερήμου της Συρίας, γεγονός που συνετέλεσε στο να αναδειχθεί σε πλούσιο εμπορικό σταυροδρόμι
2. (κατά τον Πλίνιο) παλαιότερη ονομασία της νήσου Ίου, που εμφανίζεται σε νομίσματα και η οποία οφείλεται πιθανώς στο γεγονός ότι εκεί υπήρχαν φοίνικες αφιερωμένοι στον θεό Απόλλωνα
3. αρχαία πρωτεύουσα της ηπειρωτικής Χαονίας που άκμασε μετά την πτώση του βασιλείου της Ηπείρου το 233 π.Χ., έλαβε μέρος σε όλους τους μακεδονικούς πολέμους εναντίον της Ρώμης για να καταστραφεί τελικά από τους Ρωμαίους μετά τη μάχη της Πύδνας
4. η Καρχηδόνα, η μεγαλύτερη φοινικική αποικία
αρχ.
αστρον. ο αστερισμός της Μικρής Αρκτου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ονομ. διαφόρων περιοχών σχηματισμένη από το όν. Φοῖνιξ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε και ως ονομασία της Μικρής Άρκτου, λόγω του ότι με τον αστερισμό αυτόν προσανατολίζονταν οι Φοίνικες τη νύχτα, και με τη σημ. αυτή η λ. Φοινίκη έχει προέλθει με απλολογία από το θηλ. του επιθ. φοινικικός. Ανάλογη απλολογία παρατηρείται στον τ. φοινικός, από όπου ο τ. Punicus (< Poenicus), που δανείστηκε η Λατινική].
Greek Monotonic
Φοινίκη: [ῑ], ἡ,
I. η χώρα των Φοινίκων, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· πρβλ. Φοῖνιξ.
II. αποικία στην Καρχηδόνα, σε Ευρ.
Chinese
原文音譯:Foin⋯kh 否你咳
詞類次數:專有名詞(3)
原文字根:棕樹
字義溯源:腓尼基;推羅西頓間一帶的沿海地區,字義:棕樹之地,源自(φοῖνιξ1)*=棕樹)。比較: (Φοῖνιξ2)=非尼基
出現次數:總共(3);徒(3)
譯字彙編:
1) 腓尼基(3) 徒11:19; 徒15:3; 徒21:2