Χαλκιδέας: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(46)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[Χαλκιδεύς]], -έως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] της Χαλκίδας, [[Χαλκιδαίος]]<br /><b>2.</b> [[κάτοικος]] της Χαλκιδικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως προσηγ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χαλκιδεύς<br />[[δειλός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Χαλκίς</i>, -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>].
|mltxt=ο / [[Χαλκιδεύς]], -έως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] της Χαλκίδας, [[Χαλκιδαίος]]<br /><b>2.</b> [[κάτοικος]] της Χαλκιδικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως προσηγ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χαλκιδεύς<br />[[δειλός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Χαλκίς</i>, -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>].
}}
}}

Revision as of 21:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο / Χαλκιδεύς, -έως, ΝΜΑ
1. κάτοικος της Χαλκίδας, Χαλκιδαίος
2. κάτοικος της Χαλκιδικής
αρχ.
ως προσηγ. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκιδεύς
δειλός».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χαλκίς, -ίδος + κατάλ. -εύς].