Χαλκιδαίος

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. Χαλκιδαία, Ν
κάτοικος της Χαλκίδας ή αυτός που κατάγεται από την Χαλκίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χαλκίδα + κατάλ. -αίος (πρβλ. Σιφναίος)].