3,274,917
edits
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. | |mltxt=ο, θηλ. [[αυτοκράτειρα]], και [[αυτοκράτόρισσα]], η (AM [[αὐτοκράτωρ]], ο, [[αὐτοκράτειρα]], η)<br /><b>1.</b> ο [[μόνος]] [[κυρίαρχος]], ο [[απόλυτος]] [[μονάρχης]] μιας χώρας<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο [[αυτοκρατορικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κύριος]] του [[εαυτού]] του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει απόλυτη [[πληρεξουσιότητα]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα ή πόλεις) [[ελεύθερος]], [[ανεξάρτητος]]<br /><b>4.</b> (για νέους) [[έφηβος]]<br /><b>5.</b> «[[αυτοκρατής]]» — [[κυρίαρχος]] του [[εαυτού]] του<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν δέχεται [[αντιλογία]], [[κατηγορηματικός]]<br /><b>7.</b> ο [[απόλυτος]] [[κύριος]] μιας κατάστασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[αυτοκράτωρ]] [[είναι]] [[αρχαϊκός]] [[σχηματισμός]], όπου το β' συνθετικό [[κράτωρ]] πιθ. αποτελεί αρχαίο ουδέτερο, παράλληλο τ. του [[κράτος]], ενώ κατ' [[άλλη]] [[υπόθεση]] η λ. χρησιμοποιείται [[αντί]] του [[αυτοκρατής]] (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]], [[κρατώ]]), αναλογικά [[προς]] τα ονόματα σε -<i>τωρ</i>, τα οποία δηλώνουν τον δράστη της ενέργειας (πρβλ. [[ναυκράτωρ]]). Ο όρος [[αυτοκράτωρ]] απαντά στην Ιωνική-Αττική για να χαρακτηρίσει πρόσωπα ή πόλεις με τη [[σημασία]] «[[ανεξάρτητος]], [[κύριος]] του [[εαυτού]] του», απ' όπου στη συνέχειά προέκυψε η [[έννοια]] περιβεβλημένος με πλήρη [[εξουσία]]», σε μεταγενέστερους δε χρόνους η λ. χρησιμοποιείται ως [[τίτλος]] υπέρτατου άρχοντα των Ρωμαίων, [[απόδοση]] του ρωμαϊκού <i>dictator</i> <b>(Πολύβ.)</b> και <i>imperator</i> <b>(Πλουτ.)</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυτοκρατορία]], [[αυτοκρατορικός]]]. | ||
}} | }} |