3,274,903
edits
mNo edit summary |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[στεγανός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που κλείνει ερμητικά, [[αδιαπέραστος]] από [[υγρό]], [[υδατοστεγής]] ή [[αεροστεγής]] (α. «[[στεγανός]] [[τοίχος]]» β. «ἔχει δὲ καὶ τὴν [[τρίχα]] στεγανήν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «στεγανὰ πλοῑα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα στεγανά</i><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[διαμέρισμα]] του πλοίου που κλείνει ερμητικά και δεν επιτρέπει την είσοδο νερού από το ένα [[διάφραγμα]] στο [[άλλο]] σε [[περίπτωση]] ατυχήματος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> χώροι ή τομείς υπηρεσίας ή οργανισμού στους οποίους δεν επιτρέπεται η [[προσπέλαση]] [[ακόμη]] και εκείνων που θα μπορούσαν [[νόμιμα]] να ενημερωθούν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περικλείει, που περιορίζει κάποιον («στεγανὸν [[δίκτυον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλά στεγαστεί, που έχει προστατευθεί<br /><b>3.</b> (για [[οικοδόμημα]]) στεγασμένος<br /><b>4.</b> καλά οχυρωμένος<br /><b>5.</b> (για ζώα) [[κατοικίδιος]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[προσεκτικός]], συγκρατημένος («Ἀρεοπαγίτου στεγανώτερος», Αλκίφρ.)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στεγανόν</i><br />α) η [[ηθική]] [[χαλαρότητα]] («τὸ ἀκόλαστον αὐτοῡ καὶ στεγανόν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (<b>ως επίρρ.</b>) i) [[κατά]] τρόπο στεγανό, αδιαπέραστο, ερμητικώς<br />ii) ανθεκτικά, ισχυρώς<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «στεγανὴ [[νηδύς]]» — [[κοιλιά]] με προβλήματα δυσκοιλιότητας (<b>Νίκ.</b>)<br />β) «στεγανὴ [[δίαιτα]]» — [[διαβίωση]] [[μέσα]] στο [[σπίτι]], όχι στο ύπαιθρο <b>(Φίλ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στεγ</i>- του [[στέγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τραγ</i>-<i>ανός</i>)]. | |mltxt=-ή, -ό / [[στεγανός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που κλείνει ερμητικά, [[αδιαπέραστος]] από [[υγρό]], [[υδατοστεγής]] ή [[αεροστεγής]] (α. «[[στεγανός]] [[τοίχος]]» β. «ἔχει δὲ καὶ τὴν [[τρίχα]] στεγανήν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «στεγανὰ πλοῑα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα στεγανά</i><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[διαμέρισμα]] του πλοίου που κλείνει ερμητικά και δεν επιτρέπει την είσοδο νερού από το ένα [[διάφραγμα]] στο [[άλλο]] σε [[περίπτωση]] ατυχήματος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> χώροι ή τομείς υπηρεσίας ή οργανισμού στους οποίους δεν επιτρέπεται η [[προσπέλαση]] [[ακόμη]] και εκείνων που θα μπορούσαν [[νόμιμα]] να ενημερωθούν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περικλείει, που περιορίζει κάποιον («στεγανὸν [[δίκτυον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλά στεγαστεί, που έχει προστατευθεί<br /><b>3.</b> (για [[οικοδόμημα]]) στεγασμένος<br /><b>4.</b> καλά οχυρωμένος<br /><b>5.</b> (για ζώα) [[κατοικίδιος]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[προσεκτικός]], συγκρατημένος («Ἀρεοπαγίτου στεγανώτερος», Αλκίφρ.)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στεγανόν</i><br />α) η [[ηθική]] [[χαλαρότητα]] («τὸ ἀκόλαστον αὐτοῡ καὶ στεγανόν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (<b>ως επίρρ.</b>) i) [[κατά]] τρόπο στεγανό, αδιαπέραστο, ερμητικώς<br />ii) ανθεκτικά, ισχυρώς<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «στεγανὴ [[νηδύς]]» — [[κοιλιά]] με προβλήματα δυσκοιλιότητας (<b>Νίκ.</b>)<br />β) «στεγανὴ [[δίαιτα]]» — [[διαβίωση]] [[μέσα]] στο [[σπίτι]], όχι στο ύπαιθρο <b>(Φίλ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στεγ</i>- του [[στέγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τραγ</i>-<i>ανός</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στεγᾰνός:''' -ή, -όν ([[στέγω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που καλύπτεται με τέτοιο τρόπο ώστε να κρατάει [[μακριά]] το [[νερό]], [[αδιαπέραστος]] από το [[νερό]], [[αδιάβροχος]], σε Ξεν., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που καλύπτει, που περικλείει, που περιορίζει, λέγεται για το [[δίχτυ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει σκεπαστεί [[καλά]], λευκῆς χιόνος πτέρυγι [[στεγανός]], λέγεται για τον Πολυνείκη, που παριστανόταν ως [[αετός]] καλυμμένος με τη [[λευκή]] Αργεία [[ασπίδα]] του (βλ. [[λεύκασπις]]), σε Σοφ.· λέγεται για [[οίκημα]], αυτός που έχει [[στέγη]], στεγασμένος, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>τὸ οὐ στεγανόν</i>, [[διαρροή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>-νῶς</i>, με περιορισμένο τρόπο, [[πυκνά]], [[σφιχτά]], ερμητικά, με [[διοχέτευση]] μέσω [[σωλήνα]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |