3,241,028
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στεγᾰνός:''' -ή, -όν ([[στέγω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που καλύπτεται με τέτοιο τρόπο ώστε να κρατάει [[μακριά]] το [[νερό]], [[αδιαπέραστος]] από το [[νερό]], [[αδιάβροχος]], σε Ξεν., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που καλύπτει, που περικλείει, που περιορίζει, λέγεται για το [[δίχτυ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει σκεπαστεί [[καλά]], λευκῆς χιόνος πτέρυγι [[στεγανός]], λέγεται για τον Πολυνείκη, που παριστανόταν ως [[αετός]] καλυμμένος με τη [[λευκή]] Αργεία [[ασπίδα]] του (βλ. [[λεύκασπις]]), σε Σοφ.· λέγεται για [[οίκημα]], αυτός που έχει [[στέγη]], στεγασμένος, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>τὸ οὐ στεγανόν</i>, [[διαρροή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>-νῶς</i>, με περιορισμένο τρόπο, [[πυκνά]], [[σφιχτά]], ερμητικά, με [[διοχέτευση]] μέσω [[σωλήνα]], σε Θουκ. | |lsmtext='''στεγᾰνός:''' -ή, -όν ([[στέγω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που καλύπτεται με τέτοιο τρόπο ώστε να κρατάει [[μακριά]] το [[νερό]], [[αδιαπέραστος]] από το [[νερό]], [[αδιάβροχος]], σε Ξεν., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που καλύπτει, που περικλείει, που περιορίζει, λέγεται για το [[δίχτυ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει σκεπαστεί [[καλά]], λευκῆς χιόνος πτέρυγι [[στεγανός]], λέγεται για τον Πολυνείκη, που παριστανόταν ως [[αετός]] καλυμμένος με τη [[λευκή]] Αργεία [[ασπίδα]] του (βλ. [[λεύκασπις]]), σε Σοφ.· λέγεται για [[οίκημα]], αυτός που έχει [[στέγη]], στεγασμένος, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>τὸ οὐ στεγανόν</i>, [[διαρροή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>-νῶς</i>, με περιορισμένο τρόπο, [[πυκνά]], [[σφιχτά]], ερμητικά, με [[διοχέτευση]] μέσω [[σωλήνα]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στεγανός -ή -όν [στέγω] act. bedekkend, omsluitend. die niets doorlaat, ondoordringbaar, waterdicht; overdr. van de ziel. τὸ οὐ στεγανόν het deel dat niet waterdicht is Plat. Grg. 493b. pass. bedekt, omsloten:; πύργοι ἄνωθεν στεγανοί torens van boven bedekt Thuc. 3.21.4; adv.. ἡ … πνοὴ ἰοῦσα στεγανῶς ἐς τὸν λέβητα de lucht die opgesloten (namelijk in de blaasbalg) naar het bekken ging Thuc. 4.100.4. | |||
}} | }} |