ἀκάλυπτος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκάλυπτος:''' -ον, [[ασκεπής]], [[ξεσκέπαστος]], αυτός που δεν έχει [[σκεπή]] ή [[στέγαστρο]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀκάλυπτος:''' -ον, [[ασκεπής]], [[ξεσκέπαστος]], αυτός που δεν έχει [[σκεπή]] ή [[στέγαστρο]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκάλυπτος:''' (κᾰ) неприкрытый, непокрытый ([[ἄγος]] Soph.; [[βράγχια]] Arst.: [[κεφαλή]] Plut.): ἀ. [[βίος]] Men. бездомная жизнь.
}}
}}