Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκάλυπτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάλυπτος]], -ον) [[καλυπτός]]<br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει καλυφθεί, [[ασκέπαστος]]<br />«[[πηγάδι]] ακάλυπτο»<br /><b>2.</b> [[γυμνός]]<br />«[[σώμα]] ακάλυπτο», «[[μέλη]] του σώματος ακάλυπτα»<br /><b>3.</b> [[ασκεπής]], [[ξεσκούφωτος]]<br /><b>4.</b> ([[χώρος]]) αδεντροφύτευτος, [[άδεντρος]], [[γυμνός]]<br /><b>5.</b> ([[χώρος]]) που μένει υποχρεωτικά [[ελεύθερος]] [[μεταξύ]] οικοδομών<br /><b>6.</b> ([[οφειλέτης]]) ο [[οποίος]] δεν έχει πληρώσει τα χρέη του<br /><b>7.</b> ([[χαρτονόμισμα]]) [[χωρίς]] το ανάλογο μεταλλικό [[αντίκρυσμα]]<br /><b>8.</b> ([[επιταγή]]) [[χωρίς]] [[αντίκρυσμα]]<br /><b>9.</b> ([[λογαριασμός]]) [[ανοικτός]], που εμφανίζει χρεωστικό [[υπόλοιπο]]<br /><b>10.</b> <i>το ακάλυπτον</i><br />[[τραπεζικός]] όρος που φανερώνει [[υπέρβαση]] πιστώσεως, η οποία έχει ανοιχτεί από την Τράπεζα για κάποιον πελάτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασκέπαστος]], [[ασκεπής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άστεγος]]<br />«ἐν ἀκαλύπτῳ βίῳ» (Μένανδρ. 404).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάλυπτος]], -ον) [[καλυπτός]]<br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει καλυφθεί, [[ασκέπαστος]]<br />«[[πηγάδι]] ακάλυπτο»<br /><b>2.</b> [[γυμνός]]<br />«[[σώμα]] ακάλυπτο», «[[μέλη]] του σώματος ακάλυπτα»<br /><b>3.</b> [[ασκεπής]], [[ξεσκούφωτος]]<br /><b>4.</b> ([[χώρος]]) αδεντροφύτευτος, [[άδεντρος]], [[γυμνός]]<br /><b>5.</b> ([[χώρος]]) που μένει υποχρεωτικά [[ελεύθερος]] [[μεταξύ]] οικοδομών<br /><b>6.</b> ([[οφειλέτης]]) ο [[οποίος]] δεν έχει πληρώσει τα χρέη του<br /><b>7.</b> ([[χαρτονόμισμα]]) [[χωρίς]] το ανάλογο μεταλλικό [[αντίκρυσμα]]<br /><b>8.</b> ([[επιταγή]]) [[χωρίς]] [[αντίκρυσμα]]<br /><b>9.</b> ([[λογαριασμός]]) [[ανοικτός]], που εμφανίζει χρεωστικό [[υπόλοιπο]]<br /><b>10.</b> <i>το ακάλυπτον</i><br />[[τραπεζικός]] όρος που φανερώνει [[υπέρβαση]] πιστώσεως, η οποία έχει ανοιχτεί από την Τράπεζα για κάποιον πελάτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασκέπαστος]], [[ασκεπής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άστεγος]]<br />«ἐν ἀκαλύπτῳ βίῳ» (Μένανδρ. 404).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκάλυπτος:''' -ον, [[ασκεπής]], [[ξεσκέπαστος]], αυτός που δεν έχει [[σκεπή]] ή [[στέγαστρο]], σε Σοφ.
}}
}}