αἰσχύνω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰσχύνω:''' [ῡ], Ιων. παρατ. <i>αἰσχύνεσκε</i>· μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, Ιων. <i>-υνέω</i>· αόρ. αʹ <i>ᾔσχῡνα</i> —<br /><b class="num">Α.</b> Παθ. με Μέσ. μέλ. <i>αἰσχῠνοῦμαι</i>, αόρ. αʹ [[ᾐσχύνθην]], απαρ. <i>αἰσχυνθῆναι</i>, ποιητ. <i>-ῆμεν</i>· παρακ. [[ᾔσχυμμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ασχημίζω]], [[παραμορφώνω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] δύσμορφο, [[βλάπτω]]· [[πρόσωπον]], <i>κόμην</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[ατιμάζω]], [[αμαυρώνω]], [[κηλιδώνω]], [[καταντροπιάζω]]· [[γένος]] πατέρων, στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ατιμάζω]] [[γυναίκα]], σε Αισχύλ. κ.λπ. <b>Β.</b> Παθ.,<br /><b class="num">I.</b> ατιμάζομαι· [[νέκυς]] [[ᾐσχυμμένος]], λέγεται για τον Πάτροκλο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[ντρέπομαι]], [[νιώθω]] [[ντροπή]], σε Ομήρ. Οδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ντρέπομαι]] για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με δοτ. πράγμ., σε Αριστοφ. κ.λπ.· και με προθέσεις, αἰσχύνομαι [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.· <i>ἔν τινι</i>, σε Θουκ.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Δημ.· με μτχ., [[ντρέπομαι]] [[επειδή]] κάνω [[κάτι]] (και παρ' όλα αυτά το κάνω), σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· [[αλλά]] με απαρ., [[ντρέπομαι]] να κάνω [[κάτι]] (και [[επομένως]] δεν το κάνω), σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[αισθάνομαι]] [[ντροπή]] [[μπροστά]] σε κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ.
|lsmtext='''αἰσχύνω:''' [ῡ], Ιων. παρατ. <i>αἰσχύνεσκε</i>· μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, Ιων. <i>-υνέω</i>· αόρ. αʹ <i>ᾔσχῡνα</i> —<br /><b class="num">Α.</b> Παθ. με Μέσ. μέλ. <i>αἰσχῠνοῦμαι</i>, αόρ. αʹ [[ᾐσχύνθην]], απαρ. <i>αἰσχυνθῆναι</i>, ποιητ. <i>-ῆμεν</i>· παρακ. [[ᾔσχυμμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ασχημίζω]], [[παραμορφώνω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] δύσμορφο, [[βλάπτω]]· [[πρόσωπον]], <i>κόμην</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[ατιμάζω]], [[αμαυρώνω]], [[κηλιδώνω]], [[καταντροπιάζω]]· [[γένος]] πατέρων, στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ατιμάζω]] [[γυναίκα]], σε Αισχύλ. κ.λπ. <b>Β.</b> Παθ.,<br /><b class="num">I.</b> ατιμάζομαι· [[νέκυς]] [[ᾐσχυμμένος]], λέγεται για τον Πάτροκλο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[ντρέπομαι]], [[νιώθω]] [[ντροπή]], σε Ομήρ. Οδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ντρέπομαι]] για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με δοτ. πράγμ., σε Αριστοφ. κ.λπ.· και με προθέσεις, αἰσχύνομαι [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.· <i>ἔν τινι</i>, σε Θουκ.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Δημ.· με μτχ., [[ντρέπομαι]] [[επειδή]] κάνω [[κάτι]] (και παρ' όλα αυτά το κάνω), σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· [[αλλά]] με απαρ., [[ντρέπομαι]] να κάνω [[κάτι]] (και [[επομένως]] δεν το κάνω), σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[αισθάνομαι]] [[ντροπή]] [[μπροστά]] σε κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰσχύνω:''' (ῡ) (fut. αἰσχῠνῶ - ион. αἰσχῠνέω, aor. [[ᾔσχυνα|ᾔσχῡνα]]; pass.: aor. [[ᾐσχύνθην]] - поэт. inf. αἰσχυνθήμεν Pind., эп. part. pf. [[ᾐσχυμμένος]])<br /><b class="num">1)</b> обезображивать, уродовать ([[πρόσωπον]] Hom.; είδος Pind.; [[ῥέθος]] Soph.; ἵππον Xen.; [[κάλλος]] Luc.): [[νέκυς]] [[ᾐσχυμμένος]] Hom. обезображенный труп;<br /><b class="num">2)</b> осквернять, бесчестить, позорить ([[γένος]] πατέρων Hom.; εὐνὴν [[ἀνδρός]] Aesch.; πόλιν Soph.; πατρῷον δόμον Eur.; γυναῖκας καὶ παῖδας Isocr., Plut.; ἀρετήν τινος Hom., Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> med.-pass. стыдиться, совеститься, стесняться, смущаться (τινά и τι Hom., Soph., Eur., Xen., Plat., τινί Thuc., Arph., Xen., Plat., ἐπί τινι Plat., ἔν τινι Thuc.; [[ὑπέρ]] τινος Lys., Aeschin., Luc.; πρός τινα Arst.): τοῦτό τις λέγων οὐκ αἰσχυνεῖται Plat. тому, кто говорит это, смущаться нечего; οὐκ αἰσχύνομαι ξύμπλουν ἐμαυτὴν τοῦ πάθους ποιουμένη Soph. я не колеблюсь разделить (твои) страдания;<br /><b class="num">4)</b> med. чтить, уважать (τοὺς γέροντας Aeschin.).
}}
}}