αἰσχύνω
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
[ῡ]: Ion. impf. αἰσχύνεσκε (κατ-) Q.S.14.531: A fut. αἰσχῠνῶ E. Hipp.719, Ion. αἰσχυνέω Hdt.9.53: aor. ᾔσχῡνα Il.23.571, Lys.1.4, etc.: pf. σχυγκα D.C. 58.16:—Pass., fut. αἰσχῠνοῦμαι A.Ag.856, Ar.Fr. 200, Pl. Ti.49d, etc., rarely αἰσχυνθήσομαι (v. sub fin.): aor. ᾐσχύνθην Hdt. and Att., poet. inf. αἰσχυνθῆμεν Pi.N.9.27: pf. ᾔσχυμμαι (v. infr. B. I):—make ugly, disfigure, πρόσωπον, κόμην, Il.18.24, 27, cf. S.Ant.529; αἰ. τὸν ἵππον give the horse a bad form, X.Eq.1.12.
2 mostly in moral sense, dishonour, tarnish, μηδὲ γένος πατέρων αἰσχυνέμεν Il.6.209, cf. 23.571; τὴν Σπάρτην Hdt.9.53; ξενίαν τράπεζαν A.Ag.401; τοὺς πρὸς αἵματος S.Aj.1305; τοὺς πατέρας Pl.Mx. 246d.
b esp. dishonour a woman, E.El.44, cf. Plu.Marc.19, etc.; εὐνήν A.Ag.1626; εἰς τὸ σῶμα αἰ. Arist.Pol.1311b7; abs., Foed. Delph.Pell.2A 12.
3 disdain, ἐπιχώρια Pi.P.3.22.
B Pass., to be dishonoured, νέκυς ᾐσχυμμένος = outrageously mutilated corpse, of Patroclus, Il. 18.180.
II to be ashamed, feel shame, abs., Od.7.305, 18.12, Hdt.1.10, E.Hipp.1291.
2 more commonly, to be ashamed at a thing, c. acc. rei, αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν Od.21.323; τὴν δυσγένειαν τὴν ἐμὴν αἰ. S.OT1079: c. dat. rei, Ar.Nu.992, Lys.3.9, D.4.42, etc.; αἰ. ἐπί τινι X.Mem.2.2.8; ἔν τινι Th.2.43; ὑπέρ τινος Lys.14.39; περί τινος 33.6. etc.
b c. part., to be ashamed at doing a thing (which one does), A.Pr.642 (v.l.), S.Ant.540, Ar.Fr.200, Pl.Grg. 494e, etc.
c c. inf., to be ashamed to do a thing (and therefore not to do it), Hdt.1.82, A.Ag.856, Ch.917, Pl.R. 414e, Phdr.257d, etc.; though this condition must not be pressed absolutely, cf. Ap. 22b.
d foll. by relat. clause, αἰσχύνεσθαι εἰ… to be ashamed that... S.El.254, And.4.42; ἐάν… X.Oec.21.4; μὴ… Pl.Tht.183e, cf. Machoap.Ath.13.579f; ὅτι… Lys.2.23.
3 c. acc. pers., to feel shame before one, E.Ion934, 1074, Pherecr.23.6, Pl.Smp. 216b; τοὺς γέροντας (at Sparta) Aeschin.1.180; ὅστις γὰρ αὐτὸς αὑτὸν οὐκ αἰσχύνεται, πῶστόν γε μηδὲν εἰδότ' αἰσχυνθήσεται; Philem.229, cf. Gal. 5.26: c. acc. et inf., E.Hel.415; ᾑσχύνθημεν θεοὺς… προδοῦναι αὐτόν X.An.2.3.22; αἰσχύνομαι ὑμᾶς λέγειν D.40.48; αἰ. πρός τινα Arist.Rh. 1383b12.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῡ-]
• Morfología: [fut. contr. αἰσχυνέω Hdt.9.53; v. pas. aor. inf. αἰσχυνθῆμεν Pi.N.9.27; perf. inf. ᾐσχυγκέναι D.C.58.16.7]
A act.
I en sent. físico
1 afear, desfigurar πρόσωπον Il.18.24, θαητὸν εἶδος Pi.P.4.264, αἱματόεν ῥέθος S.Ant.529, κάλλος Luc.Im.11, βόστρυχον κονίῃ Nonn.D.46.276
•dar mala forma o apariencia, estropear τὸν ἵππον X.Eq.1.12.
2 destrozar, mutilar de forma denigrante, ensañarse en πολιόν τε κάρη, πολιόν τε γένειον αἰδῶ τ' αἰσχύνωσι Il.22.75, cf. 24.418, ῥέεθρα h.Ap.387
•pas. νέκυς ᾐσχυμμένος = cadáver mancillado Il.18.180.
II abstr.
1 deshonrar, mancillar en rel. c. la clase aristocrática y el valor guerrero γένος πατέρων Il.6.209, αἰσχύνει τε γένος el exilado, Tyrt.6.9, τοὺς πρὸς αἵματος S.Ai.1305, πρὶν τοὺς ἡμετέρους πατέρας καὶ πᾶν τὸ πρόσθεν γένος αἰσχῦναι ἡγούμενος τῷ τοὺς αὑτοῦ αἰσχύναντι ἀβίωτον εἶναι antes que deshonrar a nuestros padres y a todo el linaje, pensando que al que deshonrara a su familia le sería insoportable la vida Pl.Mx.246d, πόλιν S.OC 929, τὴν Σπάρταν Hdt.9.53
•de conceptos semejantes ᾔσχυνας μὲν ἐμὴν ἀρετήν has puesto en tela de juicio mi valor (simplemente por haberle hecho fracasar en la carrera) Il.23.571, τὰς προσηκούσας ἀρετάς Th.4.92, εὔκλειαν S.El.1083, pas. δουρὶ ... μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν Pi.N.9.27.
2 esp. en rel. c. el adulterio y el recato femenino deshonrar λέχος Od.8.269, Hes.Fr.176.7, A.A.1626, E.Hipp.408, ἣν ... ᾔσχυν' ἐν εὐνῇ E.El.44, μή τοι θυραίαν γ' οὖσαν αἰσχύνειν φίλους no deshonrar a tus amigos dejándote ver S.El.518
•unido a la infracción de otras normas Πάρις ... ᾔσχυνε ξενίαν τράπεζαν κλοπαῖσι γυναικός Paris ... deshonró la mesa de su huésped con el rapto de la esposa A.A.401, εἰς τὸ σῶμα αἰ. Arist.Pol.1311b7.
3 de palabra censurar, insultar, zaherir, afrentar, menospreciar ἡμέας Od.2.86, ἐπιχώρια Pi.P.3.22, αἰσχύνας ἐμέ haciéndome sentir vergüenza E.Heracl.285, τὰ τοῖσιν ἄλλοισιν εὑρημένα αἰσχύνειν menospreciar los descubrimientos ajenos Hp.de Arte 1
•en juicio acusar en falso, calumniar ποτοφειλέτω δὲ χιλίας δραχμὰς ὁ αἰσχύνας τῷ παθόντι FD 1.486.2A.12 (III a.C.)
•en v. pas. ser avergonzado, ser puesto en vergüenza αἰσχυνόμενος δὲ [ὡς] καταγελάμενος ὑπὸ τῶν ἄλλων IG 42.121.123 (Epidauro IV a.C.), cf. LXX Ps.118.78
•fig. τὴν δὲ (φιλοσοφίαν) ᾔσχυναν Pl.R.495c.
B v. med.
I 1abs. o c. ac. de pers. o personif. tener respeto, sentir vergüenza δείσας αἰσχυνόμενός τε Odiseo que sigue a Nausícaa a prudente distancia Od.7.305, ἐγὼ δ' αἰσχύνομαι ἔμπης de tener que arrastrar a un viejo delante de todos Od.18.12, respecto a la opinión sobre el valor τὸ αἰσχύνεσθαι καὶ <τὸ> τοῖς ἄρχουσι πείθεσθαι tener vergüenza y obedecer a los jefes Th.5.9, παρρησιάζεσθαι καὶ μὴ αἰσχύνεσθαι Pl.Grg.487d
•c. part. avergonzarse, tener reparo οὐδ' αἰσχύνομαι ἔχουσ' ἄπιστον τὴνδ' ἀναρχίαν πόλει A.Th.1029, πῶς γάρ τις αἰσχύνοιτ' ἂν ὠφελούμενος; ¿por qué se iba a avergonzar uno de aprovecharse? S.Ph.1383, οὐκ αἰσχύνομαι ξύμπλουν ἐμαυτὴν τοῦ πάθους ποιουμένη no me avergüenzo de solidarizarme con lo sucedido S.Ant.540, παρακαλοῦντες Th.1.37, οὐκ αἰσχύνῃ θρηνῶν καὶ γυναικείως διακείμενος; D.C.38.18.1.
2 c. ac. de pers. o personif. sentir vergüenza ante, avergonzarse, respetar incluso temer φάτιν ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν μή ποτέ τις εἴπῃσι Od.21.323, τὰς ... ἐς ὑμᾶς ἐλπίδας καὶ Δία Th.3.14, cf. ψεῦδος αἰσχύνου IKyzikos 2.2.27 (IV/III a.C.), μάθε δὲ ... σεαυτὸν αἰσχύνεσθαι Democr.B 244, ὅστις γὰρ αὐτὸς αὑτὸν οὐκ αἰσχύνεται ... πῶς τόν γε μηδὲν εἰδότ' αἰσχυνθήσεται; Diph.92, σε Ar.Th.903, cf. 988, Ar.Pl.981, ἀλλήλους Pherecr.28.6, τοὺς ἀνθρώπους Pl.Euthphr.15d, στρατιώτας X.An.2.6.19, τοὺς γέροντας Aeschin.1.180, πρὸς τίνας Arist.Rh.1383b11, abs. κἂν αἰσχυνθεῖσ' ἀναχωρήσῃ y si por pudor una se retira (de la ventana), Ar.Th.798
•c. ac. e inf. ὄχλον γὰρ ἐσπεσεῖν ᾐσχυνόμην tenía reparo en dirigirme a la gente E.Hel.415, ᾐσχύνθημεν καὶ θεοὺς ... προδοῦναι αὐτόν X.An.2.3.22, ὑμᾶς λέγειν D.40.48.
3 tener vergüenza ajena αἰσχύνομαι θεόν me avergüenzo por el dios E.Io 1074.
II avergonzarse de, por algo, c. ac. de cosa τὴν δυσγένειαν τὴν ἐμήν (se avergüenza) de mi bajo nacimiento S.OT 1079, τὸν θύλακον (por llevar) el zurrón (vacío) Ar.Ec.381, τὰς ἐμαυτοῦ συμφοράς Ar.Pl.774, τὸν Παλαμήδη ψυχρὸν ὄντ' αἰσχύνεται (Eurípides) se avergüenza de que su «Palamedes» sea frío Ar.Th.848, c. dat. τοῖς αἰσχροῖς Ar.Nu.992, ταῖς πρότερον ἁμαρτίαις Ar.Eq.1355, cf. Lys.3.9, D.4.42, τοῖς δρωμένοις D.C.37.57.3
•c. prep. ἐπί τινι Th.2.43, X.Mem.2.2.8, ἔν τινι Plb.12.13.11
•c. prep. y gen. ὑπὲρ τῶν δουλευσάντων Lys.14.39, περὶ τῶν παρεληλυθότων Lys.33.6
•c. inf. αἰ. σοι τοῦτ' ὀνειδίσαι σαφῶς Orestes a su madre, A.Ch.917, τοὺς φιλάνορας τρόπους λέξαι A.A.856, cf. Luc.Gall.18, αἰσχύνομαι διηγεῖσθαι Luc.Pseudol.27, cf. Phld.Rh.2.75Aur., ἀπονοστέειν Hdt.1.82, ἀναλαβεῖν ἐκ τοῦ φανεροῦ τὸν πόλεμον Plb.2.46.1
•c. subord. αἰσχύνομαι μὲν εἰ δοκῶ ... δυσφορεῖν ὑμῖν ἄγαν S.El.254, c. ἄν X.Oec.21.4, c. μή Pl.Tht.183e, Macho 271, c. ὅτι Lys.2.23.
• Etimología: Cf. het. iškuna- ‘afear’, testimonio más probable que los aducidos en rel. con el germánico, cf. αἶσχος.
French (Bailly abrégé)
impf. ᾔσχυνον, f. αἰσχυνῶ, ao. ᾔσχυνα, pf. ᾔσχυκα et ᾔσχυγκα;
I. enlaidir, défigurer : πρόσωπον IL le visage;
II. déshonorer :
1 être une cause de déshonneur pour, acc. : αἰσχ. γένος πατέρων IL déshonorer la race de ses ancêtres;
2 déshonorer par des relations intimes : αἰσχ. λέχος OD, εὐνήν ESCHL souiller la couche ; abs. déshonorer (une femme, des enfants, etc.);
3 discréditer, décrier;
Pass.-Moy. αἰσχύνομαι (f. αἰσχυνοῦμαι, rar. αἰσχυθήσομαι ; ao. ᾐσχύνθην, pf. rare ᾔσχυμμαι);
1 avoir le sentiment de l'honneur;
2 avoir honte ; τι ou τινι de qch ; τινα devant qqn.
Étymologie: αἰσχύνη.
English (Autenrieth)
(αἶσχος), aor. ᾔσχῦνε, perf. pass. ᾐσχῦμμένος: I. act., disfigure, then disgrace, insult; ἀρετήν, ‘tarnish’ the fame of my prowess, Il. 23.571.—II. mid., be ashamed of, or to do or say anything disgraceful.
English (Slater)
αἰσχῡνω
a scorn αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω (P. 3.22)
b cast shame on εἰ γάρ τις ὄζους ἐξερείψειεν μεγάλας δρυός, αἰσχύνοι δέ οἱ θαητὸν εἶδος (Mosch.: αἰσχύνῃ codd. fort. recte.) (P. 4.264) pass. c. part., have shame cast upon one, be brought to shame, κρύψεν δ' ἅμ ἵπποις (sc. Ζεὺς Ἀμφιάρηον) δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν (N. 9.27)
English (Abbott-Smith)
αἰσχύνω (< αἶσχος, shame), [in LXX chiefly for בּוּשׁ;]
1.to disfigure (Hom.).
2.to dishonour (Pr 29:15).
3.to make ashamed (Si 13:7). Pass., to be put to shame, be ashamed: II Co 10:8; Phl 1:20, I Pe 4:16, I Jo 2:28; c. inf. (M, Pr., 205), Lk 16:3 (cf. ἐπ- (-ομαι), κατ- αἰσχύνω). †
English (Thayer)
(αἶσχος (cf. αἰσχρός));
1. to disfigure: πρόσωπον, Homer, Iliad 18,24, and many others.
2. to dishonor: the Sept. to suffuse with shame, make ashamed: αἰσχύνομαι; future αἰσχυνθήσομαι; 1st aorist ᾐσχύνθην; to be suffused with shame, be made ashamed, be ashamed: μή αἰσχυνθῶμεν ἀπ' αὐτοῦ that we may not in shame shrink from him, αἰσχυνθήσεται ἀπό προσώπου (Buttmann, § 147,2)); followed by an infinitive (on which see Winer's Grammar, 346 (325)), ἐπαισχύνω (ἐπαισχύνομαι, καταισχύνω.)
Greek Monolingual
(Α αἰσχύνω)
1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω
2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη
αρχ.
1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω
(«αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529)
2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω
3. περιφρονώ, απαξιώ
4. μέσ. σέβομαι κάποιον).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αἰσχὺς < αἶσχος βλ. λ..
ΠΑΡ. αισχύνη, αισχυνομένη
αρχ.
αἰσχυνομένως, αἰσχυντήρ, αἰσχυντός.
ΣΥΝΘ. αναίσχυντος
αρχ.
ἀπαισχύνομαι, ἐπαισχύνομαι, καταισχύνω, ὑπαισχύνομαι
νεοελλ.
επαίσχυντος].
Greek Monotonic
αἰσχύνω: [ῡ], Ιων. παρατ. αἰσχύνεσκε· μέλ. -ῠνῶ, Ιων. -υνέω· αόρ. αʹ ᾔσχῡνα —
Α. Παθ. με Μέσ. μέλ. αἰσχῠνοῦμαι, αόρ. αʹ ᾐσχύνθην, απαρ. αἰσχυνθῆναι, ποιητ. -ῆμεν· παρακ. ᾔσχυμμαι·
I. 1. ασχημίζω, παραμορφώνω, καθιστώ κάτι δύσμορφο, βλάπτω· πρόσωπον, κόμην, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με ηθική σημασία, ατιμάζω, αμαυρώνω, κηλιδώνω, καταντροπιάζω· γένος πατέρων, στο ίδ. κ.λπ.
3. ατιμάζω γυναίκα, σε Αισχύλ. κ.λπ. Β. Παθ.,
I. ατιμάζομαι· νέκυς ᾐσχυμμένος, λέγεται για τον Πάτροκλο, σε Ομήρ. Ιλ.
II. απόλ., ντρέπομαι, νιώθω ντροπή, σε Ομήρ. Οδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. με αιτ. πράγμ., ντρέπομαι για κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με δοτ. πράγμ., σε Αριστοφ. κ.λπ.· και με προθέσεις, αἰσχύνομαι ἐπί τινι, σε Ξεν.· ἔν τινι, σε Θουκ.· ὑπέρ τινος, σε Δημ.· με μτχ., ντρέπομαι επειδή κάνω κάτι (και παρ' όλα αυτά το κάνω), σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· αλλά με απαρ., ντρέπομαι να κάνω κάτι (και επομένως δεν το κάνω), σε Ηρόδ. κ.λπ.
3. με αιτ. προσ., αισθάνομαι ντροπή μπροστά σε κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ.
German (Pape)
perf. ᾔσχυκα Draco 12, ᾔσχυγκα DC. 58.16, pass. ᾔσχυμμαι, auch ᾔσχυμαι, aor. ᾐσχύνθην. – Häßlich machen, entstellen: πρόσωπον Il. 18.24, κόμην 27, νέκυς ᾐσχυμμένος 180, πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον αἰδῶ τε 22.75, vgl. 24.418; εἶδος Pind. P. 4.264; ῥέθος Soph. Ant. 525; κάλλος Luc. Imagg. 11. – Beschimpfen, entehren, λέχος καὶ εὐνήν Od. 8.269, γένος πατέρων Il. 6.209; εὐνὴν ἀνδρός Aesch. Ag. 1609; πόλιν, φίλους, εὔκλειαν Soph. O.C. 933, El. 508, 1072; πατρῷον δόμον Eur. I.A. 1031, πατέρα Hel. 727; schänden, γυναῖκας καὶ παῖδας Isocr. 15.251; Plut. Eum. 9; schamrot machen, beschämen, Od. 2.86, ἀρετήν Il. 23.571, wie Thuc. 4.92; vgl. Plat. Rep. VI.495c. Pass. αἰσχυνθεῖσα Her. 1.10. – Häufiger dep. pass., sich schämen, scheuen vor etwas, ἀλλ' ἐγὼ οὐκ ἔθελον δείσας αἰσχυνόμενός τε Od. 7.305, φάτιν ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν Od. 21.323; δυσγένειαν Soph. O.R. 1079; Plat. Symp. 216b; στρατιώτας Xen. An. 2.3.22; – c. partic. οὐκ ἂν αἰσχύνοιό σε παρέχων σοφιστήν Plat. Prot. 312a, daß du dich für einen Sophisten ausgibst; λέγων οὐκ αἰσχυνεῖται Phaedr. 245e vgl. Rep. X.606c; so schon Aesch. Spt. 1020; Soph. Phil. 1369, Ant. 536; auch Sp; – c. inf., sich scheuen, Anstand nehmen, etwas zu tun, z.B. οὐκ ἂν αἰσχυνθείην φάναι Plat. Charm. 164d; so schon Aesch. αἰσχυνοῦμαι Ag. 830; Eur. Hel. 422; mit folgendem εἰ, Soph. El. 246; Xen. Mem. 2.10.3; Dem. 1.24, Mid. 105; selten ἤν, Xen. Oec. 21.4; mit μή, Plat. Theaet. 183e. Bei einem subst. entweder dat., z.B. τοῖς προειρημένοις, über das Gesagte, Plat. Riv. 139a; Xen. Cyr. 5.3.50; Thuc. 3.82; αἰσχροῖς Ar. Nub. 979; od. ἐπί τινι, Rep. III.396c; Aeschin. öfter; aber ἐν τοῖς ἔργοις, bei der Ausführung, Thuc. 2.43; ὑπὲρ τῆς πόλεως, im Namen des Staats, Aesch. 1.26, wie ὑπὲρ Διός Luc. Prom. 7; τοῖς γιγνομένοις ὑπὲρ τῆς πόλεως Dem. 4.42; vgl. Plat. Crit. 45e.
Russian (Dvoretsky)
αἰσχύνω: (ῡ) (fut. αἰσχῠνῶ - ион. αἰσχῠνέω, aor. ᾔσχῡνα; pass.: aor. ᾐσχύνθην - поэт. inf. αἰσχυνθήμεν Pind., эп. part. pf. ᾐσχυμμένος)
1 обезображивать, уродовать (πρόσωπον Hom.; είδος Pind.; ῥέθος Soph.; ἵππον Xen.; κάλλος Luc.): νέκυς ᾐσχυμμένος Hom. обезображенный труп;
2 осквернять, бесчестить, позорить (γένος πατέρων Hom.; εὐνὴν ἀνδρός Aesch.; πόλιν Soph.; πατρῷον δόμον Eur.; γυναῖκας καὶ παῖδας Isocr., Plut.; ἀρετήν τινος Hom., Thuc.);
3 med.-pass. стыдиться, совеститься, стесняться, смущаться (τινά и τι Hom., Soph., Eur., Xen., Plat., τινί Thuc., Arph., Xen., Plat., ἐπί τινι Plat., ἔν τινι Thuc.; ὑπέρ τινος Lys., Aeschin., Luc.; πρός τινα Arst.): τοῦτό τις λέγων οὐκ αἰσχυνεῖται Plat. тому, кто говорит это, смущаться нечего; οὐκ αἰσχύνομαι ξύμπλουν ἐμαυτὴν τοῦ πάθους ποιουμένη Soph. я не колеблюсь разделить (твои) страдания;
4 med. чтить, уважать (τοὺς γέροντας Aeschin.).
Middle Liddell
I. to make ugly, disfigure, mar, πρόσωπον, κόμην Il.
2. in moral sense, to dishonour, tarnish, γένος πατέρων Il., etc.
3. to dishonour a woman, Aesch., etc.
B. Pass. to be dishonoured, νέκυς ᾐσχυμμένος, of Patroclus, Il.
II. to be ashamed, feel shame, absol., Od., Hdt., etc.
2. to be ashamed at a thing, c. acc. rei, Od., etc.; also c. dat. rei, Ar., etc.; and with Preps., αἰσχ. ἐπί τινι Xen.; ἔν τινι Thuc.; ὑπέρ τινος Dem.:—c. part to be ashamed at doing a thing, Aesch., Soph., etc.:—but c. inf. to be ashamed to do a thing, Hdt., etc.
3. c. acc. pers. to feel shame before one, Eur., etc.
Lexicon Thucydideum
dedecorare, to disgrace, dishonor, 4.92.7,
MED. erubescere, to grow red, blush, 1.37.2, 1.87.1,
ne tarditatis... vos pudeat, do not be ashamed of slowness. 2.43.1,
dedecoris metuentes, fearing dishonor. 3.82.7, 4.126.5, 5.9.9,
revereri, to revere, respect, 3.14.1.