ἀκόρητος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκόρητος:''' -ον ([[κορέννυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αχόρταγος]], [[άπληστος]] σε ή με [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ([[κορέω]]), [[ασκούπιστος]], μη [[ξέχειλος]], μη γεμισμένος έως πάνω, [[αδιακόσμητος]], [[αστόλιστος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀκόρητος:''' -ον ([[κορέννυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αχόρταγος]], [[άπληστος]] σε ή με [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ([[κορέω]]), [[ασκούπιστος]], μη [[ξέχειλος]], μη γεμισμένος έως πάνω, [[αδιακόσμητος]], [[αστόλιστος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκόρητος:''' не могущий насытиться (τινος Hom., HH, Hes.).<br />неопрятный, грязный ([[βίος]] Arph.).
}}
}}