Anonymous

ἀκόρητος: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκόρητος]], -ον (Α) [[κορέννυμι]]<br /><b>1.</b> ο [[ακόρεστος]]<br />«[[Ἄρης]] [[ἀκόρητος]] αὐτῆς» (Ησίοδος)<br /><b>2.</b> [[ασκούπιστος]], [[ακαλλώπιστος]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀκόρητος]], -ον (Α) [[κόρις]]<br />αυτός που δεν τον ενόχλησαν οι κοριοί.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκόρητος]], -ον (Α) [[κορέννυμι]]<br /><b>1.</b> ο [[ακόρεστος]]<br />«[[Ἄρης]] [[ἀκόρητος]] αὐτῆς» (Ησίοδος)<br /><b>2.</b> [[ασκούπιστος]], [[ακαλλώπιστος]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀκόρητος]], -ον (Α) [[κόρις]]<br />αυτός που δεν τον ενόχλησαν οι κοριοί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκόρητος:''' -ον ([[κορέννυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αχόρταγος]], [[άπληστος]] σε ή με [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ([[κορέω]]), [[ασκούπιστος]], μη [[ξέχειλος]], μη γεμισμένος έως πάνω, [[αδιακόσμητος]], [[αστόλιστος]], σε Αριστοφ.
}}
}}