ἀμφιέννυμι: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιέννυμι:''' ή -ύω· μέλ. <i>ἀμφιέσω</i>, Αττ. [[ἀμφιῶ]], αόρ. αʹ [[ἠμφίεσα]] — Μέσ. <i>ἠμφιεσάμην</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>ἀμφιέσαντο</i> — μτχ. Παθ. αορ. αʹ [[ἀμφιεσθείς]], παρακ. [[ἠμφίεσμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περιβάλλω]] ή [[ενδύω]], όπως το Λατ. circumdare, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αλλά]] περισσότερο, με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., <i>ἐμὲ χλαῖναν ἀμφιέσασα</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., <i>ἠμφιεσμένος τι</i>, φορώντας [[κάτι]], ενδεδυμένος, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. πράγμ., <i>ἀμφ. τινά τινι</i>, [[ντύνω]] κάποιον σε ή με [[κάτι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀμφιέννυμι:''' ή -ύω· μέλ. <i>ἀμφιέσω</i>, Αττ. [[ἀμφιῶ]], αόρ. αʹ [[ἠμφίεσα]] — Μέσ. <i>ἠμφιεσάμην</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>ἀμφιέσαντο</i> — μτχ. Παθ. αορ. αʹ [[ἀμφιεσθείς]], παρακ. [[ἠμφίεσμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περιβάλλω]] ή [[ενδύω]], όπως το Λατ. circumdare, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αλλά]] περισσότερο, με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., <i>ἐμὲ χλαῖναν ἀμφιέσασα</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., <i>ἠμφιεσμένος τι</i>, φορώντας [[κάτι]], ενδεδυμένος, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. πράγμ., <i>ἀμφ. τινά τινι</i>, [[ντύνω]] κάποιον σε ή με [[κάτι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιέννῡμι:''' (fut. ἀμφιέσω, aor. [[ἠμφίεσα]], pf. pass. [[ἠμφίεσμαι]])<br /><b class="num">1)</b> надевать (εἵματα Hom.; ἀ. τί τινα Xen. Plat.): ἀ. τινἀ τινι Plat. покрывать кого-л. чем-л.; ἀμφιέσασθαί τι Hom. надеть на себя что-л., перен. окутаться чем-л.; λευκὴν ἀμφιέσασθαι κόμην Anth. покрыться сединами;<br /><b class="num">2)</b> одевать (τινά Arph.): στολὴν γυναικὸς ἠμφιεσμένος Arph. одетый в женское платье; ἠμφιεσμένοι καὶ ὑποδεδεμένοι Plat. одетые и обутые.
}}
}}