ἀναγράφω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναγράφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> εγχαράττω και [[στήνω]], λέγεται για συνθήκες, νόμους κ.λπ.· [[χαράζω]], [[εγγράφω]], <i>ἀν. τι ἐν στήλῃ</i> ή <i>ἐς στήλην</i>, σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[καταχωρώ]] το όνομά του, σε Ισοκρ. — Παθ., ἀναγραφῆναι [[πατρόθεν]], είναι [[εγγεγραμμένος]] με το πατρικό του όνομα, σε Ηρόδ.· ἀναγράφεσθαι [[εὐεργέτης]], καταχωρείται, αναγράφεται ως [[ευεργέτης]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιγράφω]] [[μαθηματικά]], σε Πλάτ. (στη Μέσ.).<br /><b class="num">III.</b> [[ονομάζω]], [[αποκαλώ]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀναγράφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> εγχαράττω και [[στήνω]], λέγεται για συνθήκες, νόμους κ.λπ.· [[χαράζω]], [[εγγράφω]], <i>ἀν. τι ἐν στήλῃ</i> ή <i>ἐς στήλην</i>, σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[καταχωρώ]] το όνομά του, σε Ισοκρ. — Παθ., ἀναγραφῆναι [[πατρόθεν]], είναι [[εγγεγραμμένος]] με το πατρικό του όνομα, σε Ηρόδ.· ἀναγράφεσθαι [[εὐεργέτης]], καταχωρείται, αναγράφεται ως [[ευεργέτης]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιγράφω]] [[μαθηματικά]], σε Πλάτ. (στη Μέσ.).<br /><b class="num">III.</b> [[ονομάζω]], [[αποκαλώ]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναγράφω:''' <b class="num">1)</b> записывать, переписывать (Σόλωνος νόμους Lys.; ἄ τε χρὴ ποιεῖν καὶ ἃ μή Plat.): ἐν στήλῃ ἀναγραφῆναι Her. быть записанным на (мемориальном) столбе; ἐν ταῖς συνθήκαις ἀναγεγραμμένος Isocr. записанный в договорах; τὰς στήλας ἀναγράψαι Lys. воздвигнуть столбы с надписями, т. е. с таблицами законов; στηλίτην ἀ. τινά Isocr. написать чье-л. имя на столбе; т. е. публично объявить кого-л. вне закона; [[εὐεργέτης]] παρ᾽ ἐμοὶ ἀναγεγράψει Plat. я буду считать тебя своим благодетелем;<br /><b class="num">2)</b> письменно излагать, писать (αἰτίας μυθώδεις περὶ τῶν Ῥωμαϊκῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> надписывать, озаглавливать (Λούκουλλος ἀναγέγραπται τὸ [[βιβλίον]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> подробно описывать, обстоятельно излагать (ὑποτυπῶσαι [[πρῶτον]], εἰθ᾽ [[ὕστερον]] ἀναγράψαι Arst.);<br /><b class="num">5)</b> тж. med., мат. описывать, чертить (τὸ ὀκτώπουν [[χωρίον]] Plat.; τὰς τῆς γῆς περιόδους Arst.).
}}
}}