ἀναγράφω
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
contr. ἀγγράφω IG7.8, Tab.Heracl.1.126: (v. γράφω):—
A engrave and set up publicly, of treaties, laws, and public acts, τὰς ξυνθήκας ἐν στήλῃ λιθίνῃ Th.5.47; τὸν Δράκοντος νόμον IG1.61, cf. And.1.82; ἀναγράφω τι ἐς στήλην, εἰς λεύκωμα, etc., Lycurg.117, Lexap.D.24.23; ἀναγραψάτωσαν τὸ ψήφισμα IG7.303.44; ἀγγραψάτω ib.7.8; register, τὰ συμβόλαια καὶ τὰς κρίσεις πρὸς ἀρχήν τινα Arist. Pol.1321b34 (Pass.):—Med., ἀναγράψασθαι συνθήκας have them registered, App.Mith.70.
2 of a person, register or record his name, στηλίτην ἀναγράφω τινά Isoc.16.9:—Pass., to be inscribed in a public register or be entered in a public register, ἀναγραφῆναι πατρόθεν Hdt.6.14, cf. 8.90; ἀναγράφεσθαι εὐεργέτης to be registered as a benefactor, as was the custom of the Persians, 8.85, cf. Th.1.129: hence generally, μέγιστος εὐεργέτης παρ' ἐμοὶ ἀναγεγράψῃ Pl.Grg. 506c, cf. Lys.20.19, X.Vect.3.11: also, to be registered as a state-debtor, Lys.9.7:—generally, Ἄρθμιον.. ἐχθρὸν αὑτῶν ἀνέγραψαν D.9.43; ἐν τοῖς φίλοις ἀναγεγράφθαι D.C.38.44; Εὐβούλου κούρα ἀνεγραφόμαν became his adopted daughter, Epigr.Gr.205 (Halicarn.):—Med., τὴν εὐεργεσίαν ἀνεγραψάμην εἰς ἐμαυτόν Corp.Herm. 1.30.
3 c. acc. rei, ἀναγράφω στήλην set up a pillar with an inscription on it, Lys.30.21.
b Pass., to be registered, of a deed, PRyl.65.4 (i B. C.).
II of an author, write out, place on record, ὅσα ἄμφω ξυνέγραψαν, ταῦτα ἐγὼ ἀναγράφω Arr.An.Praef.1; describe, X.Ep.1.6, Arr.Tact.1.2, Philostr.V A5.37, Eun.VSp.476B. (Pass.); compose, Epicur.Nat.28.5; of the mind, depict, imagine, Philostr.V A6.19,7.14.
2 record, πράξεις Plb.1.1.1, cf. D.L.1.40, Longin.13.3, etc.; commemorate, τινά Porph.VP2.
3 describe lines and figures mathematically, ἀναγράφω ἀπό.. upon a base, Pl.Men.83b (Med.), cf. Euc. 1.47, etc.; ἀναγράφω τὰς τῆς γῆς περιόδους Arist.Mete.350a17; also of lines used as bases, αἱ ἴσα αὐτοῖς τετράγωνα ἀναγράφουσαι Euc.10Def.4:—Pass., τὸ τετράγωνον τὸ ἀναγραφησόμενον ἀπό.. that can be described upon... Id.2.14.
4 reduce to a formula or reduce to a prescription, δυνάμιες ἀναγεγραμμέναι Hp.Decent.9.
III entitle, Λούκουλλος ἀναγέγραπται τὸ βιβλίον Plu.Luc.42.
IV fill up outlines, opp. περιγράφω, Arist.EN1098a22, cf. Philostr.Im.2.17, Alex.Aphr. in Top.444.6.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀγγρ- IG 7.8 (Mégara); ἀνγρ- TEracl.1.126; ὀνγρ- IG 9(2).461.10 (Tesalia)
• Prosodia: [ἄναγρᾰ-]
• Morfología: [pres. inf. locr. ἀναγράφεν IG 9(1).267.6, imperat. ἀναγραφόντον IG 12.91.24 (V a.C.); aor. inf. ἀνγράψεν Isyll.8, foc. ἀναγραφῆμεν OGI 228.10 (Delfos III a.C.), imperat. ἀναγραφσάντων IG 12.91.22 (V a.C.), beoc. ἀνγραψάνθω IG 7.207.15 (III a.C.)]
I relativo a inscr. inscribir, grabar públicamente τὰς ξυνθήκας ... ἐν στήλῃ λιθίνῃ Th.5.47, cf. Plb.12.10.3, νόμον ... εἰς λεύκωμα Ley en D.24.23, cf. And.Myst.82, IG 12.115.5 (V a.C.), τὸ δόγμα ... ἐς στάλαν IG 7.3.16, ἐν στάλᾳ IG 7.8 (Mégara), cf. TEracl.1.126, ἕκαστον τὸ ἀνάθεμα ... εἰς στήλην λιθίνην IG 7.303.42
•en v. med. τὰς συνθήκας ... οὐκ ἐθέλουσιν ἀναγράψασθαι App.Mith.70
•ἀ. στήλην levantar una estela con una inscripción Lys.30.21
•c. ac. de pers. grabar el nombre de καὶ οἱ γραμματισταὶ ἀνέγραφον πατρόθεν τὸν τριήραρχον Hdt.8.90, ἀναγράψαι ἐς τὸν τρίποδα ... τὴν πόλιν Th.3.57, εἰς ταύτην (στήλην) ἀ. τοὺς ἀλειτηρίους καὶ τοὺς προδότας Lycurg.117, por deudas al Estado τῶν πολιτῶν τινας ἀ. Lys.9.7, en v. pas. καί σφι τὸ κοινὸν τὸ Σαμίων ἔδωκε ... ἐν στήλῃ ἀναγραφῆναι πατρόθεν Hdt.6.14
•c. ac. predic. αὐτὸν ... στηλίτην ἀ. grabar su nombre en una estela Isoc.16.9, Ἄρθμιον ... ἐχθρὸν αὐτῶν ἀ. D.9.43, en v. pas. εὐεργέτης βασιλέος ἀ. Hdt.8.85, Lys.20.19, κούρα ἀνεγραφόμαν GVI 1079.2 (Halicarnaso II a.C.)
•de aquí en v. pas. fig. ser considerado, contarse μέγιστος εὐεργέτης παρ' ἐμοὶ ἀναγεγράψῃ Pl.Grg.506c, cf. X.Vect.3.11, Luc.Cont.24, ἔν τε τοῖς φίλοις ... ἀναγεγράφθαι D.C.38.44.1
•c. dat. εἰ αὕτη μοι ἡ ἁμαρτία ἀναγράφεται si ese pecado se me cuenta en mi haber Herm.Vis.1.2.1
•en v. med. τὴν εὐεργεσίαν ... ἀνεγραψάμην εἰς ἐμαυτόν Corp.Herm.1.30.
II en gener.
1 poner por escrito, inscribir en un registro, registrar documentos, propiedades, relaciones diversas τὰ ἴδια συμβόλαια Arist.Pol.1321b34, τὴν δόσιν Epicur.[1] 16.12, (τοὺς κλήρους) ἀ. κατὰ γένος SB 5942.2 (III a.C.), τὸν ἄργυρον ἢ τὴν ἐσθῆτα Luc.Sat.13, τὸ τίμημα τῆς ἐξηγητείας PLeit.8.10 (III a.C.), (γῆς) ἀναγραφομένης εἰς Ἀμοῖν de una tierra registrada a nombre de Amois, PMil.Vogl.211a.7. (II a.C.), cf. POxy.2676.8 (II a.C.)
•pasar a una receta δυνάμεις ἁπλαὶ καὶ ἀναγεγραμμέναι Hp.Decent.9
•transcribir en v. pas. ἀναγράφεσθαι εἰς δέλτον τὰ δηλούμενα γράμματα Aen.Tact.31.19
•subst. αἱ ἀναγραφεῖσαι listas, catálogos de eclipses, Hero Dioptr.302.19
•ἀναγέγραπται se ha convenido por escrito fórmula frec. en pap. SB 5634 (II a.C.), PMerton 3.120.11 (I/II a.C.), PMil.Vogl.225.28 (II a.C.), pero tb. del tít. de un libro Λεύκολλος δὲ ἀναγέγραπται τὸ βιβλίον el libro se titula «Lúculo» Plu.Luc.42
•ref. a pers. inscribir en un censo ἀνέγραφον δὲ πάντας ἱατρούς Babr.75.17
•fig. εἰ δὲ σεαυτὸν ἀναγράφεις τοῦ θεοῦ, οὐρανὸς μέν σοι ἡ πατρίς Clem.Al.Prot.10.108
•en pap. muy frec. en la forma ἀναγραφόμενος inscrito ἀ. δοῦλος ... [ἐν] τὸς τοῦ φρουρίου SB 5137.5 (III a.C.) ἐπὶ τῆς μητροπόλεως PGen.4.7 (I a.C.), ἐν τῇ ἀμφοδαρχίᾳ SB 5294.4 (III a.C.), ἐπὶ τῆς προκειμένης κώμης SB 5136.6 (III d.C.), PMich.538.6 (II a.C.), cf. PPetaus 22.28 (II a.C.), PSarap.4.2 (II a.C.), PWisc.17.re.17 (II a.C.), 18.6 (II d.C.).
2 escribir, narrar, describir de hechos, sucesos, etc., ἕκαστα τῶν περὶ φύσεως ἀναγεγραμμένων ἡμῖν Epicur.Ep.[2] 35.2, cf. Fr.[31.14] 27, τὰς πράξεις Plb.1.1.1, ὡς ἀναγέγραπται ἐν ταῖς Φοιωικικαῖς ἱστορίαις Arist.Mir.844a12, cf. LXX 1Es.1.31, οἱ μὲν ὡς γνώριμα ἀνέγραψαν Arr.Tact.1.2, ἀποδημίας αὐτοῦ ἀ. Philostr.VA 1.3, ποταμούς τε ἀ. καὶ θηρία Philostr.VA 5.37, c. inf. ἐξ αὐτῶν δ' ἀνασχεῖν καὶ ἄλλο μικρότερον ἀνέγραψεν I.AI 10.271
•citar ταῦτα ἐγὼ ὡς πάντῃ ἀληθῆ ἀ. Arr.An.1.praef.1, Ἀπολλώνιος δ' ἐν τοῖς περὶ Πυθαγόρου καὶ μητέρα ἀ. Πυθαῖδα Porph.VP 2.
III de dibujos, pinturas
1 trazar, dibujar, construir figuras geométricas ἀπὸ γραμμῆς a partir de una línea dada Euc.1.47, cf. Euc.10Def.4, Archim.Sph.Cyl.1.38, Con.Sph.19
•en v. med. ἀναγραψώμεθα δὴ ἀπ' αὐτῆς (τῆς γραμμῆς) construyamos pues a partir de la misma (línea) Pl.Men.83b
•otras constr. describir ἀ. τὰς τῆς γῆς περιόδους Arist.Mete.350a17.
2 completar, rellenar un dibujo, op. περιγράφω Arist.EN 1098a22, cf. Alex.Aphr.in Top.444.6.
3 fig. pintar, trazar en la mente, imaginarse αὐτὸν ἀναγράφει καὶ ὁρᾷ μὴ παρόντα Philostr.Im.2.17, cf. VA 6.19.
IV c. ἀνά ‘de nuevo’ repintar una estatua Νίκαν ἀναγράψαι ICr.3.2.1.11 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 184] 1) aufschreiben, Σόλωνος νόμους Lys. 30, 2; vgl. Dem. 24, 5; τοὔνομα Plat. Legg. XII, 947 b; bes. in ein Verzeichniß eintragen, εἰς κατάλογον Isocr.; ἐν ταῖς συνθήκαις αναγεγραμμένη αὐτονομία, die in dem Vertrag aufgeführt worden, 4, 115; μέγιστος εὐεργέτης παρ' ἐμοὶ ἀναγεγράψει, du wirst bei mir angeschrieben sein als, Plat. Gorg. 506 c; εὐεργέτης ἀναγραφῆναι ἠξίου Lys. 20, 19; κείσεταί σοι εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐς ἀεὶ ἀνάγραπτος Thuc. 1, 129; s. auch Luc. Mort. D. 30, 2; ἀναγράφειν ἐν φίλοις Dio Cass. Häufig von öffentlichen Inschriften auf Säulen u. ä., die zu öffentlichen Be Kanntmachungen, bes. von Verträgen u. ehrenden Auszeichnungen einzelner Bürger dienen, ἐν στήλῃ ἀναγράφειν Thuc. 5, 47; ἐν στήλαις λιθίναις Isocr. 4, 180; εἰς στοάν Andoc. 1, 85; auch στήλας ἀν., Säulen mit Inschriften versehen, Lys. 30, 21; vgl. ἐπιγράφω, so auch ἀναγεγράφθαι, eine Aufschrift, einen Titel haben, Plut. Luc. 42. – 2) ausmalen, = διαρθρόω, im Gegensatz von ὑποτυπόω, Arist. Eth. N. 1, 7, 17. – Med., beschreiben, von mathematischen Constructionen, Plat. Men. 83 a; Euclid.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναγράψω, ao. ἀνέγραψα;
Pass. f.2 ἀναγραφήσομαι, ao.2 ἀνεγράφην, pf. ἀναγέγραμμαι;
1 inscrire, graver sur : ἀν. τι ἐν στήλῃ, τινὰ ἐς στήλην inscrire qch, le nom de qqn sur une stèle ; στηλίτην ἀν. τινά ISOCR inscrire sur une stèle le nom de qqn;
2 ἀν. στήλην LYS dresser une stèle avec une inscription;
3 intituler.
Étymologie: ἀνά, γράφω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγράφω:
1 записывать, переписывать (Σόλωνος νόμους Lys.; ἄ τε χρὴ ποιεῖν καὶ ἃ μή Plat.): ἐν στήλῃ ἀναγραφῆναι Her. быть записанным на (мемориальном) столбе; ἐν ταῖς συνθήκαις ἀναγεγραμμένος Isocr. записанный в договорах; τὰς στήλας ἀναγράψαι Lys. воздвигнуть столбы с надписями, т. е. с таблицами законов; στηλίτην ἀ. τινά Isocr. написать чье-л. имя на столбе; т. е. публично объявить кого-л. вне закона; εὐεργέτης παρ᾽ ἐμοὶ ἀναγεγράψει Plat. я буду считать тебя своим благодетелем;
2 письменно излагать, писать (αἰτίας μυθώδεις περὶ τῶν Ῥωμαϊκῶν Plut.);
3 надписывать, озаглавливать (Λούκουλλος ἀναγέγραπται τὸ βιβλίον Plut.);
4 подробно описывать, обстоятельно излагать (ὑποτυπῶσαι πρῶτον, εἰθ᾽ ὕστερον ἀναγράψαι Arst.);
5 тж. med., мат. описывать, чертить (τὸ ὀκτώπουν χωρίον Plat.; τὰς τῆς γῆς περιόδους Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγράφω: συντετμ. ἀγγράφω Συλλ. Ἐπιγρ. 1052, 5774. 126: (ἴδε γράφω). Ἐγχαράττω καὶ στήνω· ἰδίως ἐγχαράττω ἐπὶ πλακὸς τεθειμένης ἐν δημοσίᾳ τινὶ θέσει συνθήκας, νόμους καὶ δημοσίας πράξεις, ἐγχαράττω, ἀναγράφω, τὰς δὲ ξυνθήκας ἀναγράψαι ἐν στήλῃ λιθίνῃ Θουκ. 5, 47· νόμους ἐν τῇ στοᾷ Ἀνεκ. 11. 22: τὰ συμβόλαια καὶ τὰς κρίσεις πρὸς ἀρχήν τινα Ἀριστ. Πολ. 6. 8. 7· ἀναγρ. τι εἰς στήλην, εἰς λεύκωμα, κτλ., Λυκοῦργ. 164. 30, Δημ. 707. 12· τὴν προξενίαν ἀναγραψάτω καὶ ἀναθέτω (πρβλ. ἀνατίθημι ΙΙ) Συλλ. Ἐπιγρ. 1335. 20, πρβλ. 1570. 46· οὕτως, ἀγγραψάτω 1052. 13: - Μέσ. ἀναγράψασθαι συνθήκας, καταγράψαι, ἀναγράψαι αὐτάς, Ἀππ. Μιθρ. 70. 2) ἐπὶ προσώπ. ἐγγράφω, ἀναγράφω, σημειῶ τὸ ὄνομά τινος κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, στηλίτην ἀναγρ. τινὰ Ἰσοκρ. 348D: - Παθ., ἐγγράφομαι, καταγράφομαι εἰς δημόσιον πίνακα, ἀναγραφῆναι πατρόθεν Ἡρόδ. 6. 14., 8. 90· ἀναγράφεσθαι εὐεργέτης, νὰ ἀναγραφῇ ὡς εὐεργ., ὡς ἦτο συνήθεια παρὰ τοῖς Πέρσαις, ὁ αὐτ. 8. 85· πρβλ. Θουκ. 1. 129, Λυσ. 159. 39· ἐντεῦθεν ἡ φράσις περιῆλθεν εἰς κοινὴν χρῆσιν, μέγιστος εὐεργέτης παρ’ ἐμοὶ ἀναγεγράψει Πλάτ. Γοργ. 506C, πρβλ. Ξεν. Πόρ. 3, 11· οὕτω καί, Ἄρθμιον.. ἐχθρὸν αὐτῶν ἀνέγραψαν Δημ. 122. 10· ἐν τοῖς φίλοις ἀν. τινὰ Δίων Κ. 38. 44. Εὐβούλου κούρα ἀνεγραφόμαν, ἔγεινα θετὴ αὐτοῦ θυγάτηρ, Συλλ. Ἐπιγρ. 205. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀναγρ. στήλην, ἀνεγείρω στήλην ἔχουσαν ἐπιγραφήν, Λυσ. 185. 12. ΙΙ. γράφω, ἐκθέτω, περιγράφω, Ξεν. Ἱππ. 1. 6· ὅσα ἄμφω ξυνέγραψαν, ταῦτα ἐγὼ ἀναγράψω Ἀρρ. ἐν προοιμίῳ. 2) σύρω γραμμὰς καὶ ἀναγράφω σχήματα μαθηματικῶς, Πλάτ. Μένων 83Α (ἐν τῷ μέσ.)· οὕτως, ἀναγράφειν τὰς τῆς γῆς περιόδους Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 13. ΙΙΙ. ὀνομάζω, ἀποκαλῶ, δίδω ὄνομα εἴς τι, Λούκουλλος ἀναγέγραπται τὸ βιβλίον Πλουτ. Λούκουλλ. 42. IV. συμπληρῶ τὰ συντόμως ἐκπεφρασμένα, ἀντιτίθεται τῷ περιγράφω Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 17, πρβλ. Φιλόστρ. 838.
Greek Monolingual
(Α ἀναγράφω)
1. χαράζω, γράφω σε στήλη
2. εγγράφω, καταχωρίζω
νεοελλ.
παθ. γνωστοποιούμαι μέσω του τύπου, δημοσιεύομαι
αρχ.
1. γράφω, κάνω μνεία, περιγράφω (διεξοδικά ή σε γενικές γραμμές)
2. δίνω τίτλο σε κάποιο έργο, τιτλοφορώ, ονομάζω
3. σύρω γραμμές, σχηματίζω μαθηματικά σχήματα
4. φέρνω κάτι σε στερεότυπη μορφή, διατυπώνω στερεότυπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + γράφω.
ΠΑΡ. αναγραφή
αρχ.-μσν.
ἀνάγραπτος.
Greek Monotonic
ἀναγράφω: μέλ. -ψω,
I. 1. εγχαράττω και στήνω, λέγεται για συνθήκες, νόμους κ.λπ.· χαράζω, εγγράφω, ἀν. τι ἐν στήλῃ ή ἐς στήλην, σε Θουκ., Δημ.
2. λέγεται για πρόσωπα, καταχωρώ το όνομά του, σε Ισοκρ. — Παθ., ἀναγραφῆναι πατρόθεν, είναι εγγεγραμμένος με το πατρικό του όνομα, σε Ηρόδ.· ἀναγράφεσθαι εὐεργέτης, καταχωρείται, αναγράφεται ως ευεργέτης, στον ίδ.
II. περιγράφω μαθηματικά, σε Πλάτ. (στη Μέσ.).
III. ονομάζω, αποκαλώ, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. to engrave and set up, of treaties, laws, etc., to inscribe, register, ἀν. τι ἐν στήληι or ἐς στήλην, Thuc., Dem.
2. of persons, to register his name, Isocr.:—Pass., ἀναγραφῆναι πατρόθεν to be registered with his father's name, Hdt.; ἀναγράφεσθαι εὐεργέτης to be registered as a benefactor, Hdt.
II. to describe mathematically, Plat. (in Mid.).
III. to entitle, Plut.
Lexicon Thucydideum
inscribere, to enroll, 3.57.2, 5.47.11.