ἀναμεστόω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμεστόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[γεμίζω]] εξ ολοκλήρου, κάνω [[κάτι]] πλήρες [[μέχρι]] πάνω, σε Αριστοφ., στην Παθ.
|lsmtext='''ἀναμεστόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[γεμίζω]] εξ ολοκλήρου, κάνω [[κάτι]] πλήρες [[μέχρι]] πάνω, σε Αριστοφ., στην Παθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναμεστόω:''' переполнять, pass. быть переполненным, битком набитым Luc., изобиловать (τινος Arph.).
}}
}}