ἀναμεστόω
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
fill up, fill full, Ar.Ra.1084 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 198] voll machen, anfüllen, ἡ πόλις ὑπὸ γραμματέων (Bergk em. ὑπογραμματέων) ἀνεμεστώθη Ar. Ran. 1082.
French (Bailly abrégé)
ἀναμεστῶ :
remplir.
Étymologie: ἀνάμεστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμεστόω: переполнять, pass. быть переполненным, битком набитым Luc., изобиловать (τινος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμεστόω: μέλλ. -ώσω, πληρῶ ἐξ ὁλοκλήρου, γεμίζω ἐντελῶς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1084, ἐν τῷ παθ.
Greek Monotonic
ἀναμεστόω: μέλ. -ώσω, γεμίζω εξ ολοκλήρου, κάνω κάτι πλήρες μέχρι πάνω, σε Αριστοφ., στην Παθ.