ἀνατρεπτικός: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνατρεπτικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να ανατρέψει [[κάτι]], με γεν., σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀνατρεπτικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να ανατρέψει [[κάτι]], με γεν., σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνατρεπτικός:''' <b class="num">1)</b> ниспровергающий, разрушительный: ἀ. τινος Plat. губительный для чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> опровергающий, полемический (διάλογοι Πλάτωνος Diog. L.).
}}
}}