3,277,055
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνατρεπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να προκαλεί [[ανατροπή]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> (σε πλατωνικούς διάλογους) αυτός που επιχειρεί την [[ανασκευή]], την [[αναίρεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναστέλλει, που ματαιώνει [[κάτι]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνατρεπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να προκαλεί [[ανατροπή]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> (σε πλατωνικούς διάλογους) αυτός που επιχειρεί την [[ανασκευή]], την [[αναίρεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναστέλλει, που ματαιώνει [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνατρεπτικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να ανατρέψει [[κάτι]], με γεν., σε Πλάτ. | |||
}} | }} |