Anonymous

ἀνατρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνατρεπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να προκαλεί [[ανατροπή]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> (σε πλατωνικούς διάλογους) αυτός που επιχειρεί την [[ανασκευή]], την [[αναίρεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναστέλλει, που ματαιώνει [[κάτι]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνατρεπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να προκαλεί [[ανατροπή]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> (σε πλατωνικούς διάλογους) αυτός που επιχειρεί την [[ανασκευή]], την [[αναίρεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναστέλλει, που ματαιώνει [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνατρεπτικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να ανατρέψει [[κάτι]], με γεν., σε Πλάτ.
}}
}}