3,273,773
edits
(3) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνδρομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[ἀνήρ]], [[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται, πολεμά με άνδρες, σε Ανθ.· θηλ. <i>ἀνδρομάχη</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀνδρομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[ἀνήρ]], [[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται, πολεμά με άνδρες, σε Ανθ.· θηλ. <i>ἀνδρομάχη</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[μάχομαι]]<br />[[fighting]] with men, Anth.; fem. ἀνδρομάχη Anth. | |||
}} | }} |