Anonymous

ἀνδρομάχος: Difference between revisions

From LSJ
1a
(3)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[ἀνήρ]], [[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται, πολεμά με άνδρες, σε Ανθ.· θηλ. <i>ἀνδρομάχη</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀνδρομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[ἀνήρ]], [[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται, πολεμά με άνδρες, σε Ανθ.· θηλ. <i>ἀνδρομάχη</i>, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[μάχομαι]]<br />[[fighting]] with men, Anth.; fem. ἀνδρομάχη Anth.
}}
}}