βοηλατικός: Difference between revisions

1a
(3)
(1a)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βοηλᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για [[βόσκηση]] βοδιών· <i>ἡ -κὴ</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του βοηλάτη, του ποιμένα βοδιών, σε Πλάτ.
|lsmtext='''βοηλᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για [[βόσκηση]] βοδιών· <i>ἡ -κὴ</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του βοηλάτη, του ποιμένα βοδιών, σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[βοηλάτης]]<br />of or for [[cattle]]-[[driving]]:— ἡ [[βοηλατική]] (sc. [[τέχνη]]) the [[herdsman]]'s art, Plat.
}}
}}