Anonymous

βοηλατικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βοηλατικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> όποιος ανήκει στον βοηλάτη<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[βουκόλος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[βοηλατική]]<br />η [[τέχνη]] του βοηλάτη.
|mltxt=[[βοηλατικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> όποιος ανήκει στον βοηλάτη<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[βουκόλος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[βοηλατική]]<br />η [[τέχνη]] του βοηλάτη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βοηλᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για [[βόσκηση]] βοδιών· <i>ἡ -κὴ</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του βοηλάτη, του ποιμένα βοδιών, σε Πλάτ.
}}
}}