διαδικάζω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαδῐκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κρίνω]] μια [[υπόθεση]] ως [[δικαστής]] ([[ετυμηγορώ]]), σε Πλάτ.· με αιτ. πράγμ., [[αποφασίζω]] [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[προσφεύγω]] στη [[δικαιοσύνη]], <i>τινι</i>, με κάποιον, έχω δικαστική [[διαμάχη]] μαζί του, σε Πλάτ.· διαδικάσασθαι τὰ πρὸς [[ἐμέ]], να τακτοποιήσουμε το [[ζήτημα]] μέσω διαιτησίας, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> υποβάλλομαι σε [[δίκη]], δικάζομαι, σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''διαδῐκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κρίνω]] μια [[υπόθεση]] ως [[δικαστής]] ([[ετυμηγορώ]]), σε Πλάτ.· με αιτ. πράγμ., [[αποφασίζω]] [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[προσφεύγω]] στη [[δικαιοσύνη]], <i>τινι</i>, με κάποιον, έχω δικαστική [[διαμάχη]] μαζί του, σε Πλάτ.· διαδικάσασθαι τὰ πρὸς [[ἐμέ]], να τακτοποιήσουμε το [[ζήτημα]] μέσω διαιτησίας, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> υποβάλλομαι σε [[δίκη]], δικάζομαι, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαδῐκάζω:''' <b class="num">1)</b> разбирать, судить, решать (κρίσεις Plat.; ἀμφισβητήσεις Arst.): δ. τινός Xen. судить за что-л.;<br /><b class="num">2)</b> присуждать: [[μέχρι]] ἑκατὸν δραχμῶν νομίσματος κύριοι διαδικάζοντες Plat. уполномоченные присуждать к штрафу до ста драхм; οἱ διαδικασάμενοι Plat. осужденные;<br /><b class="num">3)</b> med. судиться (περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων Plat.; [[ὑπὲρ]] σύλων Arst.): ἐν τοῖς φίλοις διαδικάσασθαί τι Dem. обсудить что-л. в кругу друзей; διαδικασθῆναι (pass. = med.) πρός τινα περὶ τοῦ χωρίου Diog. L. оспаривать у кого-л. землю.
}}
}}