3,274,216
edits
(9) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαδικάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> ως [[δικαστής]] [[εκφέρω]] [[κρίση]] σε κάποια [[υπόθεση]]<br /><b>2.</b> (με αιτ. πράγματος) [[συμβιβάζω]]<br /><b>3.</b> (στην Αθήνα για ναυτικές υποθέσεις) [[ενεργώ]] [[έρευνα]] ή ανακρίσεις<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[διαφιλονικώ]] δικαστικώς, [[έρχομαι]] σε [[αντιδικία]] [[προς]] κάποιον<br /><b>5.</b> [[υποβάλλω]] σε [[δίκη]] τον εαυτό μου<br /><b>6.</b> [[δικάζω]] καθ' όλη τη [[διάρκεια]] του έτους<br /><b>7.</b> (με αιτ. πράγματος) [[φέρω]] σε [[πέρας]], [[ρυθμίζω]] [[κάτι]]. | |mltxt=[[διαδικάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> ως [[δικαστής]] [[εκφέρω]] [[κρίση]] σε κάποια [[υπόθεση]]<br /><b>2.</b> (με αιτ. πράγματος) [[συμβιβάζω]]<br /><b>3.</b> (στην Αθήνα για ναυτικές υποθέσεις) [[ενεργώ]] [[έρευνα]] ή ανακρίσεις<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[διαφιλονικώ]] δικαστικώς, [[έρχομαι]] σε [[αντιδικία]] [[προς]] κάποιον<br /><b>5.</b> [[υποβάλλω]] σε [[δίκη]] τον εαυτό μου<br /><b>6.</b> [[δικάζω]] καθ' όλη τη [[διάρκεια]] του έτους<br /><b>7.</b> (με αιτ. πράγματος) [[φέρω]] σε [[πέρας]], [[ρυθμίζω]] [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαδῐκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κρίνω]] μια [[υπόθεση]] ως [[δικαστής]] ([[ετυμηγορώ]]), σε Πλάτ.· με αιτ. πράγμ., [[αποφασίζω]] [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[προσφεύγω]] στη [[δικαιοσύνη]], <i>τινι</i>, με κάποιον, έχω δικαστική [[διαμάχη]] μαζί του, σε Πλάτ.· διαδικάσασθαι τὰ πρὸς [[ἐμέ]], να τακτοποιήσουμε το [[ζήτημα]] μέσω διαιτησίας, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> υποβάλλομαι σε [[δίκη]], δικάζομαι, σε Πλάτ., Ξεν. | |||
}} | }} |